United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις. Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;

Ως καταλληλότατος προς τούτο εθεωρείτο από τινος χρόνου υπ' αυτής ο παντοπώλης του Λυκείου, χήρος μισοκαιρίτης, τον οποίον εδέχετο την Κυριακήν μετά την λειτουργίαν εις τον νυμφώνα της προς τακτοποίηση του λογαριασμού της εβδομάδος, αφίνουσα διά το ασκανδάλιστον ορθάνοικτον και τον χειμώνα την θύραν.

Μεταχειρίζεται δε βεβαίως την λογικήν της ενέργειαν κάλλιστα, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, τότε όταν κανέν από αυτά δεν την ενοχλή, μήτε η ακοή, μήτε η όρασις, μήτε ο πόνος, μήτε η ευχαρίστησις, αλλ' ευρίσκηται όσον το δυνατόν περισσότερον μόνη της, αφίνουσα το σώμα κατά μέρος, και, όταν, καθόσον ημπορεί, μη συγκοινωνούσα με αυτό μήτε εγγίζουσα αυτό ορέγηται την πραγματικήν αλήθειαν.

Δεξιά έψαλλε νεαρά μοναχήδιά τούτο ην γλυκύς τόσον ο ύμνοςφέρουσα μέχρι των οφθαλμών το μαύρον κουκκούλιόν της με τον μικρόν κόκκινον σταυρόν επί του μετώπου, και αφίνουσα ελευθέρας μόνον τας λευκάς εκ της ασκήσεως παρειάς, παρειάς νηστεύοντος αγγέλου.

Κρίμα εις την ταλαίπωρον Ελλάδα, ήτις, θελήσασα ν' αποδυθή εις ένδοξον αγώνα, θα υποχωρήση τώρα αφίνουσα τους ουτιδανούς αυτούς βαρβάρους να την εμπαίζωσι γελώντες εξ αιτίας σου και της κόρης σου ! Ένεκα προσωπικών υποχρεώσεων ποτέ δεν πρέπει ν’ αναγορεύη τινά ο πολίτης προστάτην της χώρας του ούτε στρατηγόν.

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.