United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι όμως πρέπει να σου γράψω, διότι μεγάλην και απροσδόκητον μ' επροξένησεν εντύπωσιν, είνε η επιτυχία των χορών κατά πρώτου λόγου και της ορχήστρας κατά δευτέρου. Η επιτυχία αύτη είνε καθαρόν και αναντίρρητον προϊόν της διδασκαλίας του Ωδείου, και αληθή παρήγαγεν έκπληξιν εις τους ακροατάς.

Αλλ' ενώ οι αφελείς σύντροφοί του έμενον κατάπληκτοι, νομίζοντες ότι το μυστηριώδες θηρίον τον κατέπιε, τον είδον με θαυμασμόν αναδυόμενον και έπειτα κινούντα τα άκρα, όπως τα ψάρια κινούν τα πτερύγιά των, και επανερχόμενον εις την ακτήν συγκεκινημένον, αλλά και χαίροντα διά την απροσδόκητον σωτηρίαν του και την νίκην του κατά του φοβερού στοιχείου.

Μορφή κωμικώς ανώμαλος και ακανόνιστος, πνεύμα αντιλαμβανόμενον τα πράγματα υπό παράδοξον και απροσδόκητον όψιν. Ουδέποτε γελά, κάμνει όμως πάντοτε τους άλλους να γελούν, ιδίως με την απάθειαν και την φυσικότητα με την οποίαν λέγει τα παραδοξότερα των πραγμάτων. Το μόνον όπερ εις την μορφήν του γελά είνε τα πράσινα μάτια του.

Και οι μεν Πελοποννήσιοι ιδόντες το απροσδόκητον και παράδοξον εκείνο γεγονός κατελήφθησαν υπό τρόμου· και αμέσως τινές εξ αυτών, ατάκτως διώκοντες διά την πεποίθησιν, την οποίαν είχον περί της νίκης, ταπεινώσαντες τας κώπας των εσταμάτησαν τον πλουν θέλοντες να περιμείνουν τους άλλους, πράξις η οποία είναι επικίνδυνος απέναντι εχθρού τοσούτον πλησίον ευρισκομένου· άλλα δε πλοία εξώκειλαν εις υφάλους, ένεκεν αγνοίας του μέρους.

Αλλά τούτο ήτο ένας επί πλέον λόγος διά να τον μισή περισσότερον και να του φανερώνη σφοδροτέραν την απέχθειάν της. Εις την επίμονον δε αποστροφήν της εύρε και μίαν απροσδόκητον ενθάρρυνσιν. Η μητέρα της ανεγνώριζε τώρα ότι δεν της εταίριαζεν ο Μανώλης, τον οποίον και αυτή ήρχισε να ονομάζη Πατούχαν. — Καλά λες, παιδί μου. Δεν είνε για σένα τέτοιος άντρας. Έχεις δίκιο εσύ κεγώ 'χα το άδικο.

Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει.

Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ. Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του. Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς: — Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Παρατηρών την έκπληξιν και την χαράν της κατά το άνοιγμα του κιβωτίου, ανελογιζόμην συγχαίρων εμαυτόν διά την υπόκρισίν μου πόσον ευτελεστέρα θα της εφαίνετο η προσφορά μου, αν εγνώριζε την απροσδόκητον μεγαλοδωρίαν της τύχης.

Ο δήμαρχος με την απροσδόκητον αυτήν ιδέαν του θαρρείς και τον εξεσκέπασε τον κυρ-Μανωλάκην, όστις έστιλβεν από κεφαλής μέχρι ποδών εξ ευχαριστήσεως. Από κάτω από το τραχύ εκείνο καποτάκι ήτο και αυτός γεμάτος φιλαρχίαν και φιλοδοξίαν. Ήθελε μόνον ανεξόδως ν' αποκτήση την αρχήν.