United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα.

Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα. Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά.

Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.

Αμέσως την ολόιση πρόβαλε ομπρός του ασπίδα, ώρια χαλκένια χτυπητή, π' ένας χαλκιάς με τέχνη 295 τη χτύπησε, και σ' απλωτά χρυσά ραβδιά από μέσα πολλά 'ραψε βοϊδόπετσα τριγύρω στο στεφάνι· αφτή κρατώντας μπρόστηθα, διο παίζοντας κοντάρια, κινάει σα λαγκαδόθρεφτο λιοντάρι που του λείψει καιρό το κριάς, κι' η άφοβη του λέει καρδιά του κριάρια 300 να δοκιμάσει κι' αν μαντρί γερό 'ναι να πατήσει· σαν έτσι τότες πύρωσε το Σαρπηδό η καρδιά του, 307 πηδώντας τότες στο τειχί να σπάσει τα μπροστήθια.

Από δε τα προτειχίσματα άλλα μεν είναι πολεμικά οχυρώματα, άλλα δε περιφράγματα, Και τα περιφράγματα άλλα μεν είναι παραπετάσματα, άλλα δε εμπόδια του ψύχους και του καύσωνος. Από τα εμποδίσματα πάλιν άλλα μεν είναι στεγάσματα, άλλα δε σκεπάσματα. Και από τα σκεπάσματα άλλα μεν είναι απλωτά, άλλα δε περικαλύμματα. Από τα περικαλύμματα δε άλλα μεν είναι ολόσχιστα, άλλα δε συγκολλητά.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.