United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Α! α! σεις είστε. Τι έκπληξις! Τι έρχεστε να κάμετε εδώ; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Έρχομαι να μάθω ποια τύχη μου επιφυλάσσεται· να μιλήσω στην αγαπημένη μου Αγγελική, να την ρωτήσω τι αισθάνεται για μένα και τι αποφάσισε για τον απαίσιον εκείνο γάμο, για τον οποίον με ειδοποίησε.

Εν τω διαβοήτω τούτω αγώνι έπεσεν ο γενναίος και το απαίσιον εκείνο πεδίον της μάχης, βαπτισθέν διά του αίματός του, προσηγορεύθη έκτοτε « τα κόκκαλα του Γρίβα. »

Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να επαναλαμβάνει το απαίσιον: — Ψόφια πράματα! Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις τούτο: — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης.

ΧΟΡΟΣ Μέσα εις το ιερόν του Λοξίου Απόλλωνος, με την βοήθειαν των κατοίκων των Δελφών. ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλλοίμονόν μου! Τρομερόν αυτό! ΑΓΓΕΛΟΣ Αλλοίμονον! Τι συμφοράν έρχομαι ναναγγείλω ο δυστυχής και εις σε και εις τους φίλους του κυρίου μου! ΠΗΛΕΥΣ Ω, τι απαίσιον προαίσθημα σφίγγει την ψυχήν μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Μάθε ότι δεν ζη πλέον ο Νεοπτόλεμος.

Άμα εμβήκεν εις την βάρκαν, εξέχασε να κάμη τον σταυρόν του, μόνον είπεν αυτομάτως, χωρίς να σκεφθή· Καλό πνίξιμο, παιδιά. Ο Καλούμπας εκάγχασεν· ο Νειόγαμπρος εσιώπησεν. Η Νειόνυφη, η σύζυγός του, ήτις τους εκύτταζεν από το παράθυρον, ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν, το λευκόν μέτωπόν της συνεφρυώθη, και στεναγμός εφούσκωσε το εύκολπον στήθος της. — Αστοχιά στο λόγο σου, εψιθύρισε.

Εξέλεξαν δε πάντες εμέ ως αρχιστράτηγον χάριν του Μενελάου, του οποίου είμαι αδελφός. Ω, είθε να εδίδετο εις πάντα άλλον το απαίσιον αυτό αξίωμα! Τώρα, ενώ όλος ο στρατός και ο στόλος είναι προ πολλού συνηθροισμένοι εδώ εις την Αυλίδα, νηνεμία διαρκής μας εμποδίζει τον απόπλουν και ταλαιπωρούμεθα εδώ αργοί.

Του εφαίνετο ως να έβλεπεν ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλη κάτι λυπηρόν και απαίσιον. Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη μητέρα του τον ήκουσε να λέγη καθ' ύπνον: — Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σούπα.

Αρχίζει με κραυγήν οδύνης και αγανακτήσεως· πρώτην φοράν διέρχεται από το πνεύμα του το απαίσιον φάσμα της αυτοκτονίας ως μέσον διά να αποφύγη ακατόρθωτον αγώνα εις έναν κόσμον, όπου αυτός αισθάνεται ότι δεν έχει τόπον, όπου δεν δύναται να εκπληρώση καμμίαν φιλάνθρωπον αποστολήν.

Από τα ασελγή καμώματα που είδεν ο Σχαζηνάν να κάμνη η βασίλισσα η γυναίκα του αδελφού του, και οι άλλες γυναίκες της με τους αράπηδες, τα οποία είνε απαίσιον να τα διηγηθή τινάς, εσυμπέρανεν, ότι και ο αδελφός του ήτον εις την αυτήν κατάστασιν με αυτόν και οι γυναίκες των είχαν την ιδίαν γνώμην.

Άμα ανέτειλεν ο ήλιος δύο άνθρωποι, εκείνους τους οποίους είχε στείλει ο Ιωχανάν ως απεσταλμένους επανέκαμψαν κομίζοντες την απάντησιν την οποίαν επί τόσον καιρόν ανέμενε. Την ενεπιστεύθησαν εις τον Φανουήλ ο οποίος έγινεν έξαλλος από χαράν. Ο Φανουήλ τότε τοις έδειξεν το απαίσιον αντικείμενον επί του πίνακος εν μέσω των λειψάνων του συμποσίου.