United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Να βρη ποτάμι να πνιγή, να βρη γκρεμό να πέση, Κι’ εκεί που γοργοπήγαινε κι’ όλο μπροστά τραβούσεν, Ο δρόμος τον ετράβησε σ’ έν’ άγριο κορφοβούνι, Πούχε γκρεμούς και βάραθρα και τρόχαλα και σάρες Και τη στιγμήν όπου έσκυψε στην άβυσσο να πέση, Μι’ αναμαλιάρα Γύφτισσα τον άρπαξε από πίσω.... Την είδε κι’ ανατρόμαξε και πάγωσε η καρδιά του Από τον φόβο τον πολύ και την πολλή τρομάρα.... Είταν ψηλή σαν ξέρακας, σκεβρή και κοκκαλιάρα, Στεγνή, κακογεράματη, με μάτια βυθισμένα Μέσα σε κόχες βαθουλές, σα φωλιασμένα φείδια, Φλογέρες τα ποδάρια της, τα χέρια της περόνια, Φτωχοντυμένη, σκυθρωπή, με στόμα αραχνιασμένο.

Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι.

Τόμαθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα. Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας του λαού την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είνε θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό του τόπου τους. Λίγο τάχα είνε νάχης έναν άγιο πατριώτη!

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτα ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλια το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτο συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμισκί του 'ςτο χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια. — Την πάλλα του τη φυλάν 'ςτην Πόλη μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος.

Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της. Φωνή της λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία του τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία. Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά του Άηθανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπή.

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτά ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλιας το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτό συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμασκί του 'ςτό χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια.