Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Στιγμή, που πολεμάει το φως της ημέρας, πώρχονταν, με το σκοτάδι της νυχτός πώφευγε, και τ' άλογο ανέβαινε αργά-αργά, και βαρυά-βαρυά τον ανάποδο και κακοτρόχαλο ανήφορο από τη μεγάλη του την κούραση και από τη μεγάλη του την αποσταμάρα. «Έκανε φοβερό κρύο. Άγριος βοριάς φυσούσε, σα λυσσιασμένος, από πίσω μου, κι' μ' ανασήκωνε από τη σέλλα τ' αλόγου μου.

Οι ζητιάνοι ζεσταίνονταν στον ήλιο και ο ΄Εφις μάζευε την ελεημοσύνη τρέμοντας σε κάθε θόρυβο βημάτων από φόβο μήπως ξαναδεί τον ντον Πρέντου. Πότε πότε ωστόσο ανασήκωνε το κεφάλι σαν να άκουγε κάποια μακρινή φωνή.

Ο άνεμος ανασήκωνε τις άκρες αυτού του είδους του ισπανικού πανωφοριού και άφηνε να φανεί το κεντημένο δισάκι και τα χοντρά πόδια του καβαλάρη πάνω στα αστραφτερά σαν από ασήμι σπιρούνια. Η κουκούλα σκίαζε ένα πρόσωπο καλοσυνάτο και σαρκαστικό, που στράφηκε προς τους ζητιάνους μ’ ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο ενώ με το χέρι τούς πετούσε λίγα κέρματα.

Μα δεν εννοούσε να στρώση ποτέ τον πισινό του. Άφινε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δος του στον καφενέ. Να βάλη παντού το λόγο του· να διορθώνη την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδή τι γίνεται Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία.

Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.

Ανασήκωνε τη φτερούγα, έδειχνε το μελαχρινό πρόσωπό της, πονεμένο, στα μάτια της ζωγραφισμένη η λύπη, αλλά αποτραβιόταν από το τοιχάκι σαν να φοβόταν μην πέσει. Και να άλλες φιγούρες που ανέβαιναν κι αυτές, όλες με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μια μαύρη φτερούγα, και όλες πλησίαζαν, αλλά αμέσως οπισθοχωρούσαν τρομαγμένες από τον κίνδυνο μην γκρεμοτσακιστούν από την άλλη μεριά.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν