United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα παιδία προ του ανελπίστου τούτου εμποδίου οπισθοδρόμησαν έκπληκτα, στρέφοντα αλλού την κεφαλήν Αλλ' είδον πάλιν την μητέρα των ήτις ήρχετο, βραδέως, φωνάζουσα με χαμόγελο διά να τα ελκύση καλλίτερον: — Ελάτε, μωρέ· ελάτε πίσω και δε σας πειράζω! Τα παιδία ίσταντο φοβισμένα και αμφιρρέποντα.

Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.

Και κατωτέρω περί το θυσιαστήριον ίσταντο άρρητον σεμνότητα αποπνέουσαι αι μορφαί των Μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, κ' εφαίνοντο ως να έχαιρον διότι έμελλον ν' ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ους αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν.

Η γραία ήλθε και ως ήτο μικρά κ' ευσταλής, εισέδυσεν ευκόλως εις το πυκνότερον μέρος σκαλώνουσα ως αιξ ελαφρά επί του χάσματος του λιθίνου τοίχου, όπου ην η τρυφερωτέρα και μακροτέρα αγριαμπελιά. Αι δύο αδελφαί ίσταντο παραέξω, θαυμάζουσαι τας κουκκέας, φορτωμένας εκ του ευγεύστου της ανοίξεως καρπού.

Καίτοι ουδείς ωμίλει ίνα παρηγορήσει τον Ιησούν, καίτοι βαθεία λύπη και τρόμος και κατάπληξις τους ετήρει αφώνους, όμως υπήρχον καρδίαι μεταξύ του πλήθους πάλλουσαι εν συμπαθεία προς τον φοβερόν Πάσχοντα. Μακρόθεν ίσταντο γυναίκές τινες θεωρούσαι, και ίσως εν τη φοβερά ώρα, περιμένουσαι την άμεσον απελευθέρωσίν Του.

Εκείθεν του σκάφους ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά, και ίσταντο οι τραχείς, οι σκληραγωγημένοι ναύται και οι χειρώνακτες, συμπληρούντες το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντες τα &βάζια& ή υποσκάπτοντες εις την βάσιν, όπως είνε έτοιμα προς πτώσιν τα κοντοστύλια.

Έπειτα ήσαν τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμόν, οίτινες ίσταντο παρ' αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ' εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα. Η Αϊμά ελκυσμένη υπό του φόβου, ως υπό θελγήτρου τινός μυστηριώδους, έλαβε τον λύχνον και επλησίασεν εις τα αγάλματα. Την ημέραν δεν είχε περιεργασθή αυτά.

Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος. Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή.

Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε: — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί. Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.

Και ο Στάθης έκυπτε και έκυπτε προς την άβυσσον, αφειδών της ιδίας ψυχής του, περιφρονών τον ίλιγγον, προκαλών την σκοτοδίνην, διά να τας ίδη καλλίτερον. Και τα δύο ζωντανά πράγματα ίσταντο και εκάθηντο και έκαμπτον τα γόνατα επί της στενής προβολής του βράχου, και μόνον η μία, η Ψαρή, απήντησε τέλος διά παραπονετικού βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της.