United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άτοπον είναι, ιερεύς εγώ, να νικώμαι από τοιαύτα ανθρώπινα πάθη ολιγοπιστίας. Έκαμε και τρίτην φοράν τον σταυρόν του. — Ήμαρτον, Κύριέ μου! είπεν. Και ήνοιξε την πορτίτσαν του ερημοκκλησίου. — Ν' ανάψω και τα κανδηλάκια του που ξημερόνει Κυριακή. Πρώτα πρώτα τον συνήρπασεν ηδέως το φως των κανδηλίων, τα οποία όλα ήσαν νεωστί αναμμένα. Φως ήμερον και γλυκύ.

Και όμως, αν οι γονείς ήμαρτον, επέπρωτο να δώσωσι δίκας τ' αθώα τέκνα, διότι και κατ' αυτήν την στιγμήν καθ' ην η έχιδνα παρέδιδε το μεμολυσμένον αυτής πνεύμα, άφινε κληρονομίαν τω Αλή την κατασφαγήν και την κατερήμωσιν του Γαρδικίου. Ο δε Αλής μέχρι τέλους της ζωής αυτού διετήρει θρησκευτικόν σέβας προς την Χάμκων, λέγων ότι προς αυτήν ήτο οφειλέτης του τοσούτου μεγαλείου και της δόξης του.

«Και εγερθείς επορεύθη προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού πόρρω απέχοντος, ο πατήρ είδε και εσπλαγχνίσθη επ' αυτόν, και δραμών έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν! Είπε δε αυτώ ο υιός, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ τοις οικέταις.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη». Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη.

Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: —Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε: —Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. —Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Έπεφταν με δεμένα πίσωθε τα χέρια μπρος στα πόδια του· έσκαφταν με τη μούρη τους τα χώματα· έκλαιγαν, ετάραζαν, σπαραχτικά εθρηνούσαν·Ήμαρτον! κυρ-λοχία! Έλεος! του εφώναζαν· κ' εκείνος μανιακός, λες κ' έπαιρνε νέα δύναμη από τα κλάματά τους, λυσσασμένος, ακράτητος, ανέμιζε το σκοινί ψηλά, το εκατέβαζε, τανεβοκατέβαζε, κ' επελέκαγε, επελέκαγε αλύπητα, ακατάπαφτα, σκληρά, σωστό ανήμερο θεριό.

Ε! είμαστε πάτσι τώρα· πάτσι κι απαγάι δε λέω καλά; — Και να συλλογιστώ πως δυο λεφτά πριν τους κακογλωσσίζαμε. — Σουτ! σκασμός μη σ' ακούσουνε! Το κεφάλι μου βάνω πως κάτι καλό θα βγάλη το κίνημα τους. Ήμαρτον, Θε μου, μη μας συνεριστής. Κλαίγανε κ' οι δυο τους από χαρά. Μα στην ίδια θέση βρισκότανε κ' η Ελπίδα.

Όταν ο Δαυίδ, ο τύπος των αληθώς μετανοούντων, έκραζε μετά μεγάλης συντριβής, «Ήμαρτον εναντίον Κυρίου», ο Νάθαν ηδυνήθη να διαβιβάση εν ακαρεί εις αυτόν την παρά του Θεού άφεσιν: «Κύριος αφείλε την αμαρτίαν σου· ου μη αποθάνης». Πάραυτα εκτείνας την χείρα, ο Κύριος έψαυσε το λεπρόν, και ούτος εκαθαρίσθη.

Ίσως οι μαθηταί υπέθεσαν ότι οι λόγοι του Κυρίου προς τον παραλυτικόν τον οποίον είχε θεραπεύσει εις την κολυμβήθραν Βηθεσδά, ως και προς τον άλλον παραλυτικόν της Καπερναούμ, θα ηδύνατο να σημαίνωσι κύρωσιν της τοιαύτης γνώμης. Ερώτησαν άρα πώς συνέβη να γεννηθή τυφλός ο άνθρωπος. Μήπως οι γονείς του ήμαρτον; Μήπως αυτός; Η πρώτη υπόθεσις ήτο αδύνατος. Η δευτέρα σκληρά.

Ραγίσου από φόβον εσύ, που παραμόνευες κ' εκαιροφυλακτούσες, επίβουλε, εις άνθρωπον το χέρι να σηκώσης! Εβγάτ' απ' τον κρυψώνα σας, εγκλήματα κρυμμένα, και ήμαρτον φωνάξετε εμπρόςτους κατηγόρους αυτούς εδώ τους φοβερούς! — Εγώ είμ' ένας γέρος 'λιγώτερον αμαρτωλός παρά αδικημένος! ΚΕΝΤ Αλλοίμονον!