Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Τόσην ενέργειαν έκαμαν το εξόρκισμα και το κομμάτι της επιτυμβίας στήλης. Αλλ' ο Χαλδαίος εκείνος έκαμε και άλλα θαυμάσια.

Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσατο κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν.

Κάποια μέρα που ξανάπιασαν τον Τριστάνο με τη Βασίλισσα, έκαμαν αυτό τον όρκο: αν ο Βασιληάς δεν έδιωχνε τον ανηψιό του μακρυά από τη χώρα, αυτοί θ' αποτραβιώντανε στους οχυρούς πύργους των για να τον πολεμήσουν. Παρουσιασθήκανε στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, μπορεί να μας αγαπάς ή να μας μισής, όπως θέλεις. Αλλά θέλουμε να διώξης τον Τριστάνο.

Ήθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ' αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακό μου τρόπο, χωρίς να συχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρηση ούτε μεγάλην ευαισθησίαν.

Οι Τούρκοι όμως ούτε την νύκτα εκείνην, ούτε τας ακολούθους ημέρας δεν έκαμαν κανέν κίνημα· ευχαριστήθησαν μόνον να βάλωσι φρουράν εις την εκκλησίαν, την οποίαν άφησαν οι Έλληνες, και να την οχυρώσωσιν.

Μετά την αναχώρησιν αυτού, άμα έμαθαν οι Αθηναίοι ότι ουδέν επράχθη εις την Λακεδαίμονα, ευθύς ωργίσθησαν, και νομίσαντες ότι προσεβλήθησαν, έκαμαν μετά των Αργείων και των συμμάχων αυτών, οίτινες ευρίσκοντο εις τας Αθήνας και τους οποίους προσήγαγεν ο Αλκιβιάδης, την ακόλουθον ειρήνην και συμμαχίαν.

ΛΗΡ Ωραία μου αρχόντισσα, μου λέγεις τ' όνομά σου : ΓΟΝΕΡ. Κ' η απορία σου αυτή ταιριάζει μ' όλα τάλλα. Παρακαλώ, τους λόγους μου καλά εννόησέ τους. Αν είσαι γέρος σεβαστός, και γνωστικός να είσαι. Εδώ μας έχεις εκατόν ιππότας, ένα κ' ένα, δοσμένουςτο ξεφάντωμα κι' αυθάδεις και ατάκτους τόσον, 'που έκαμαν εδώ 'σάν χάνι την αυλήν μας!

Μήπως στον καιρό του πατέρα του δεν έγινε το ίδιο; Έτσι γι αυτές τις αρχαιότητες και για τους προγόνους συνάχτηκαν μερικοί θερμοκέφαλοι, φώναξαν, έκλαψαν κ' έκαμαν τον αγιοχώματο, θέλοντας και μη, να δώση εκείνο το μοιράδι. — Α, όχι! δε θα ξαναγίνη αυτό! εφώναξε πηδώντας ορθός. Όσο ζω εγώ, δε θα ξαναγίνη· τ' ορκίζουμε!

Ο γέρων Βισβίλης,― νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιον μου τώρα, ενώ γράφω,― όρθιος επί της πρύμνης, με τας δύο χείρας επί του μετώπου και κύκλω των οφθαλμών, ητένιζε μετά προσοχής, ωσεί προσπαθών να μετρήση τα πλοία. ― Έρχονται, ή φεύγουν; ηρώτησεν ο πατήρ μου. ― Πηγαίνουν προς την Σάμον, απεκρίθη ο πλοίαρχος. Ο θεός μαζή των ! ― Αμήν, υπέλαβεν ο πατήρ μου. Και οι δύο γέροντες έκαμαν τον σταυρόν των.

Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε. Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν