Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!

Το τρόπαιον του Μιλτιάδου δεν άφινε να κοιμηθή τον νέον Θεμιστοκλέα· τοιουτοτρόπως και η προγονική εύκλεια ας μη αφίνη τους νέους ημάς Έλληνας να κοιμώμεθα ήσυχον ύπνον αλλ' αδιαλείπτως ας αγωνιζώμεθα όπως αξιωθώμεν ν' αποτινάξωμεν την εθνικήν κακοδαιμονίαν, επαναφέροντες άπασαν την Ελληνικήν φυλήν εις την χορείαν των ευδαιμόνων εθνών!

Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθή ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σαφίνουμε και μεγαλώνεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφινέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς.

Γιατί είχα δυσπιστήσει σ' αυτή, είχα δυσπιστήσει στην αγάπη της, αφού δεν άφινε να τη φέρω από τα θάνατο στη ζωή, για να ζήση μαζί μου. Τώρα έπαψε πια η αντίστασή της. Το αιστανόμουνα κάθε στιγμή που καθόμουνα κοντά της, σε κάθε λόγο που μου μιλούσε. Είτανε σαν η αρρώστεια να τα σάρωσε όλα μέσα της και σα να ξαναγύρισε η Έλσα καθαρισμένη κ' εξαγνισμένη.

Τρέμων διότι έβλεπα σβεννυμένην και την αμυδράν μου ταύτην ελπίδα, την τελευταίαν αναμφιβόλως, υπήγειρα την κεφαλήν μου, όπως κυττάξω το στήθος μου. Ο επίδεσμος εκάλυπτεν επιμελώς τα μέλη και τον κορμόν μου, καθ' όλα τα σημεία, άφινε δε μόνον το μέρος, όπερ θα συνηντάτο ακριβώς μετά της άκρας του εκκρεμούς.

Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, 'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, και τον πατέρα, όπ' άφινετου γήρατος την θύρα, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, ή απέθαναν κ' ευρίσκονταιτην κατοικιά του Άδη». 350

Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 667 Μα μιας την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει, 716 πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες «Φέρτε φωτιά, κι' ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε!

Κείνο που θέλω εγώ θα γείνη! ανέκραζεν απειλούσα διά χειρονομίας η σύζυγός του, ωραία, τριακοντούτης, υψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, με μεθυστικόν το βλέμμα και το μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου βλέμματος ο θεατής, συγκρίνων αυτήν εκ του σύνεγγυς με τον σύζυγόν της, ακουσίως θ' άφινε να του εκφύγη η επιφώνησις: Κρίματη γυναίκα!

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν