United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις με είδε από εκεί που εμβήκεν ο Κλεινίας, να κάθωμαι μόνος μου, διευθύνεται αμέσως προς το μέρος μου και κάθεται πλάι μου, δεξιά μεριά, όπως το παρετήρησες και συ.

Μα ότι όλοι όσοι δεν την έχουν θα θελήσουν να την αποκτήσουν, εγώ σας το εγγυώμαι· και πρώτα πρώτα εγώ, έπειτα ο Κλεινίας αυτός, και κοντά σ' εμάς ο Κτήσιππος απ' εκεί και όλοι αυτοί οι άλλοι που βλέπετε, και του έδειξα τους εραστάς του Κλεινίου που μας είχαν ήδη περικυκλώση· διότι, πρέπει να σου είπω, ο Κτήσιππος κατ' αρχάς είχε καθήση αρκετά μακρυά από τον Κλεινίαν· αλλ' επειδή ο Ευθύδημος, όσο μου ωμιλούσε, έσκυβε προς τα εμπρός, απέκρυπτε τον Κλεινίαν, που εκάθητο μεταξύ των δύο μας, από τους οφθαλμούς του Κτησίππου· αυτός όμως, επειδή δεν ήθελε να στερήται την θέαν του φίλου του, είναι δε συγχρόνως και νέος φιλομαθής, εσηκώθηκε πρώτος και ήλθε κ' εστάθηκε κοντά μας· άμα τον είδαν λοιπόν και οι άλλοι εμιμήθησαν το παράδειγμά του κ' ήλθαν κ' εστάθηκαν γύρω μας, και οι ερασταί του Κλεινίου και οι φίλοι του Ευθυδήμου και του Διονυσοδώρου.

Και πριν ακόμη λάβη ο νέος καιρόν να πάρη καλά καλά την αναπνοήν του τον παραλαμβάνει ο Διονυσόδωρος και τον ερωτά: — Αλλά δεν μου λέγεις, Κλεινία, όταν ο διδάσκαλός σας σάς εμάνθανε κάτι τι από στήθους, ποιοι το εμάνθανον, οι σοφοί ή οι αμαθείς; — Οι σοφοί, απήντησεν ο Κλεινίας. — Οι σοφοί λοιπόν μανθάνουν και όχι οι αμαθείς. Ώστε δεν απήντησες σωστά εις τον Ευθύδημον.

Εγώ επάνω εις αυτό εταράχθηκα ολίγον και ο Διονυσόδωρος επωφελούμενος της ταραχής μου έσπευσεν αμέσως να είπη: Αφού λοιπόν επιθυμείτε να μην είναι πλέον ο Κλεινίας εκείνο που είναι τώρα, πάει να πη, καθώς φαίνεται, πως επιθυμείτε να μην είναι ζωντανός; Να, μα την αλήθεια, φίλοι μια φορά και ερασταί, που πρώτ' απ' όλα επιθυμούν τον θάνατον του αγαπημένου των!

Ο διάλογος, εις τον οποίον δεν παρουσιάζεται πλέον διδάσκων ή ελέγχων ο Σωκράτης, αλλά κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, ήτοι ο Πλάτων, διεξάγεται εις μιας ημέρας πορείαν από Κνωσού μέχρι του άντρου του Διός. Μετέχουσι δε αυτού ο Μέγιλος, Λακεδαιμόνιος, και ο Κλεινίας, Κρης, ήτοι αντιπρόσωποι των δύο περιφήμων αρχαίων πολιτευμάτων.

Εν τούτοις ο Κλεινίας είχεν αποκριθή εις τον Ευθύδημον, ότι μανθάνουν όσα δεν γνωρίζουν εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος εξηκολούθησε να τον ερωτά κατά τον αυτόν τρόπον καθώς και πρότερον: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, γνωρίζεις τα γράμματα; — Τα γνωρίζω. — Μα όλα; — Όλα. — Αλλά όταν ένας απαγγέλλη κάτι τι, δεν απαγγέλλει γράμματα; — Βεβαίως.

Και ενώ μου έλεγεν αυτά ο νέος εν τω μεταξύ είχε πλέον απαντήση, ώστε δεν ευρήκα καιρόν να του συστήσω καν να προσέξη εις την απάντησίν του, αλλ' απεκρίθη, ότι βέβαια οι σοφοί είναι εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος τον ερώτησε πάλιν: — Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, τους οποίους ονομάζεις διδασκάλους, ή όχι; Ο Κλεινίας απήντησε καταφατικώς.

Δηλαδή συ μας φαίνεσαι πραγματικώς σοφός και αγαθός, διότι τους υπερόχους εις τον πόλεμον υπερόχως τους εδόξασες. Τόρα λοιπόν εγώ και ο Κλεινίας ο Κνώσιος απ' εδώ νομίζομεν ότι έτυχε να συμφωνούμεν πολύ μαζί σου ως προς αυτό. Αν όμως ομιλούμεν διά τους ιδίους άνδρας ή όχι, αυτό θέλομεν να το εννοήσωμεν καλώς. Πώς όχι βεβαίως;

Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό.

Αλλά εγώ, αφού εσυλλογίσθηκα ολίγον, — Μα τον θεόν, είπα, ολίγο έλειψε ναφήσωμεν έξω το σπουδαιότερον! — Και ποιό είναι αυτό; μ' ερώτησεν ο Κλεινίας. — Την ευτυχίαν, Κλεινία, αυτό το δώρον να επιτυγχάνη κανείς εις όλα τα πράγματα, που όλοι οι άνθρωποι, και οι χειρότεροι ακόμη, θεωρούν το πρώτον απ' όλα τα αγαθά. — Αλήθεια λέγεις, είπεν ο Κλεινίας.