United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρωμερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκεται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ' εδώ να ξαναϊστορηθή δεν αξίζει. Σώνει να ξέρης πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή.

Σειρά δένδρων υψηλών, τα οποία εφαίνοντο ως αναβαίνοντα προς τα όρη, ηκολούθει τον μαίανδρον τον οποίον διέγραφε καταρρέων διά του χωρίου ο «ποταμός», ρύαξ αστείρευτος, δίδων την κίνησιν εις πέντε νερομύλους.

Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας, και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι' ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα.

Αν δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει; Μπορεί να το είχαν ακόμα οι νταυλοκαλογέροι και να κερδοσκοπούσαν με δαύτο. . . . Είχε πολλά χρόνια ψάλτης ο Κώστας ο Αρλέτης· μα δεν ήταν περισσότερο από τους άλλους θρήσκος. Ήταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, αράθυμος και χαροκόπος παλάβρας· με τη φωνή του μπορούσε ν' αποστομώση όλες τις καμπάνες του χωριού. Κι' αυτό ήταν το καύχημα του, η περηφάνεια του.

Κι από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπορτα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.

Αι αίγες του Στάθη του Μπόζα, αίτινες είχον καταυλισθή ενόσω διήρκει η καταιγίς, υποκάτω εις το μέγα Κιόσκι, το σωζόμενον ακόμη του παλαιού ερήμου χωρίου, όπου το πάλαι συνήρχοντο όλοι οι προεστοί και εβουλεύοντο περί των κοινών, εξήλθον και αυταί διά να βοσκήσωσιν, άμα η καταιγίς έπαυσε.

Λαλούν ακόμα οι κοκόροι του χωριού, ο μεγάλος κήπος με το μικρό σπιτάκι πλέει όλος σ' ένα μισοφωτισμένο πέλαγος ευτυχίας πιο αρπαχτικής, κι αυτός προτού να χάση μια τέτοια αγαπημένη ζωγραφιά για πάντα απ' την όψη του, στην άκρη του πυκνοφυτεμμένου μονοπατιού, γυρίζει πίσω μια φορά ακόμα τα μάτια του...

Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι.

Εχόρευον οι τέσσαρες γαμβροί του καπετάν-Θοδωρή, ευγενή καπετανόπουλα, υπό τας ευλογίας του Θεού και τας ευχάς όλου του χωρίου, τέσσαρες σεμνοί νέοι, ευλογηθέντες μετά τεσσάρων σεμνών κ' ευσεβών παρθένων και ζηλευτών νοικοκυράδων. Και έσυρε τον χορόν τον μέγαν αυτόν του τελευταίου γάμου η Γερακούλα, η ευτυχής μήτηρ.

Εις το κέντρον του χωρίου υψούται συνήθως Πύργος, του οποίου η είσοδος υπερέχει τοσούτον του εδάφους, ώστε μόνον διά κλίμακος ξυλίνης ή διά σχοινιών δύναται τις ν' ανέλθη μέχρις αυτής. Οι Πύργοι ούτοι, λείψανα της κυριαρχίας των Γενουηνσίων, είναι αι ακροπόλεις των χωρίων. Τοιούτο ήτο το χωρίον Μεστά, όπου προσεφύγομεν.