United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.

Κ' εγώ στον καλογυρισμό θα νάβγω στο καρτέρι, Να σας διπλώσω τα καυκιά και τα κρασοποτήρια. Όλα του Ολύμπου τα χωριά, όλα κοράσια τρέφουν Κοράσια σαν το κρύο νερό και της αυγής την στάλλα.

Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.

Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτιζε πολλάς και πενιχράς.

Σε μερικά χωριά ντρέπουνται και τραβιούνται· κάποτε μ' ένα φράγκο ή και με μια δεκάρα πάει η ντροπή και τότες πια δε γλυτώνεις. Σ' άλλα χωριά πάλε άλλες ιστορίες.

Και πιάνουν 465 να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, 470 του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.

Όσo για τις μεταφορές που ο Σαίξπηρ αντλεί από τη φορεσιά, και τους αφορισμούς του γ' αυτή, τον πόλεμο που κάνει του κοστουμιού της εποχής του, χώρια του γελοίου μεγέθους των γυναικείων καπέλλων, και τις πολλές περιγραφές του mundus muliebris από το τραγούδι του Autolycus στο &Χειμωνιάτικο Παραμύθι& ως τον λογαριασμό της ρόμπας της Δούκισσας του Μιλάνου στο έργο Πολύς Θόρυβος για το τίποτε&, είναι τόσο πολλά όλ' αυτά, όπου να μη είναι δυνατόν να τ' αναφέρουμε, αν και μπορεί ν' αξίζη τον κόπο να υπενθυμίση κανείς στους ανθρώπους ότι ολόκληρη η Φιλοσοφία των φορεμάτων βρίσκεται στη σκηνή του Ληρ με τον Edgar, κομμάτι που έχει το πλεονέκτημα της συντομίας και του ύφους, που είναι ψηλά από την τερατώδη σοφία και κάπως φωνασκούσα μεταφυσική του Sartor Resartus . Αλλά θαρρώ πως απ' όσα είπα κιόλα βγαίνει ολοφάνερα ότι ο Σαίξπηρ ενδιαφερόταν παραπολύ για το κοστούμι.