United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν: — . . . Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο ουρανός ανοίγεται δι' υμάς.

Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του. Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του. Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων: — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!

Εάν επίστευον τον Μωυσήν θα επίστευον τον Λαλούντα μετ' αυτών, διότι ο Μωυσής περί Αυτού έγραψεν, αλλ' εάν ούτως ηπείθουν εις τα γράμματα, τα οποία επετήδευον ότι τιμώσι, πώς θα ηδύναντο να πιστεύσουν εις τα ρήματα, τα οποία ήκουον μετά λύσσης και μίσους. Γνωρίζομεν μετά πόσης θανασίμου αδημονίας ηκούσθησαν οι λόγοι ούτοι. Ουδέποτε πρότερον ο Χριστός είχεν ομιλήσει τόσον εναργώς.

Η προς τον Ιωάννην έχθρα των εγένετο βαθυτέρα έχθρα προς Αυτόν. Ακούσας δε ο Χριστός ότι ο Ιωάννης συνελήφθη υπό Ηρώδου του Αντίπα και εβλήθη εις την φυλακήν, απήλθεν εκ της Ιουδαίας και ανεχώρησε πάλιν εις την Γαλιλαίαν. Εκκινήσας λίαν πρωί, εστάθη μετά πολλάς ώρας εις τα εγγύς της πόλεως Συχάρ προς αναψυχήν, όπου ήτο το φρέαρ του Ιακώβ.

Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου. Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και έμεινεν ακίνητος.

Αλλ' αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερα ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κάνεις νέος να πάρη την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σένα παιδί δέκα τεσσάρω χρονώ. Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ' έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κέκαμε το Χριστός Ανέστη με τη μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.

Τότε πρώτον το πρόσωπον τούτο, εις το οποίον οι Άγγελοι θεωρούσιν ως τα βρέφη εις την λαμπράν του ηλίου ακτίνα, επλήγη υπό αθλίου δούλου. Την ύβριν υπέφερεν ο Χριστός μετ' ευγενούς πραότητος.

Ο Γιάννης είχεν ανάψει διά μαναλίου όλα τ' απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που εύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να τ' ανάψη ως πυροφάνι, μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνητηρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το «&Χριστός Ανέστη&, όπως αυτός ήξευρεν.

Ο Χριστός ωμίλει μόνον περί του ανθρωπίνως αδυνάτου· και κατεδίκαζε κυρίως, την προσκόλλησιν εις τα χρήματα, την υπέρμετρον πεποίθησιν εις αυτά, όχι απλώς την κτήσιν των χρημάτων. Πλην είνε, ως μη ώφελεν, αληθές ότι η μεγάλη πλειονότης των πλουσίων προσκολλάται υπερμέτρως εις τα εγκόσμια αγαθά, εκπίπτει δε ή εις φιλοκοσμίαν και κενοδοξίαν μωράν, ή εις ρυπαράν φιλαργυρίαν.

Είναι σαφές, γιατί να απελπιζόμαστε;» «Εκείνος θα πάει φυλακή.» «Τόσο το χειρότερο για εκείνον!» «Εσύ, Νοέμι, εσύ μιλάς έτσι; Μπορούμε να στείλουμε στη φυλακή έναν άνθρωπο του Θεού;» «Τι λες να κάνεις τότε;» «Να πληρώσουμε.» «Και μετά να πάμε να ζητάμε ελεημοσύνη;» «Και ο Χριστός ζήτησε ελεημοσύνη.» «Ο Χριστός, όμως, τιμωρεί κιόλας, τιμωρεί τους αμαρτωλούς, τους δόλιους, τους πλαστογράφους….» «Στον άλλο κόσμο, Νοέμι