United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρήλθεν η ημέρα χωρίς να συλλογισθή να φάγη ή να πίη τι. Έκλινε την κεφαλήν επί της σκωληκοβρότου τραπέζης του, εστήριζεν αυτήν εις τον τοίχον εν μέσω των χειρών του, περιεφέρετο εδώ κ' εκεί ταχέως βηματίζων και κατέπινε τον καπνόν του σιγάρου του μετά πάθους.

Αϊμά, απήντησεν η φωνή. — Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου; — Αυτό. — Ευχαριστώ. Και η Βεάτη απεμακρύνθη. Η Σιξτίνα. Ότε η Βεάτη έφθασεν εις το κατώτερον πάτωμα, ήκουσεν όπισθέν της το βήμα της Σιξτίνης, ήτις ανέβαινε διά της κλίμακος με το σοβαρόν βήμα της, κρατούσα τη ετέρα των χειρών το περίφημον μονόφωτον δέλετρόν της.

Εκάθητο κατά γης με τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εντός των χειρών. Τα ολίγα έπιπλα του δωματίου ήσαν άνω κάτω, και σπασμένα εδώ κ' εκεί τρίμματα πηλίνων αγγείων. Σας εξομολογούμαι ότι την στιγμήν εκείνην με κατέλαβεν αίσθημα φόβου. Εσκέφθην ότι ήτο ανοησία μου να υπάγω μόνος εκεί. Αλλά δεν ηδυνάμην πλέον, και αν το ήθελα, να οπισθοχωρήσω.

Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του. Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος. Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός.

Και έλεγε: — Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον, όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . .

Αποτέλεσμα των οδηγιών, ας είχε δώσει αυτώ ο άρχων, ήτο η σκηνή ην ανωτέρω διηγήθημεν, καθ' ην ο εκατόνταρχος παρέστησε τοιούτον μέρος, ώστε να εμπνεύση τρόμον εις τον Πρωτόγυφτον, να καταπτοήση τους άλλους πάντας και να αρπάση την Αϊμάν εκ των χειρών αυτών. Ο μόνος, όστις αν δεν εκέρδησέ τι, δεν εζημιώθη τουλάχιστον εκ της σκηνής ταύτης, ήτο ο Τρανταχτής.

Ο πρωτόσχολος εσύριξε, και οι μαθηταί ανά δύο εκ των χειρών κρατούμενοι ήρχισαν να ψάλλωσι το: Παύει πλέον η μελέτη κι' ο καιρός της προσοχής . . .

Θα εκχριστιανίση και τον Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν, αποικίαν χριστιανικήν. — Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια. Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι.

Εκάθητο επί του καταστρώματος, παρά την πρύμνην, με τα γόνατα υψωμένα και τους αγκώνας επί των γονάτων και το μέτωπον εντός των χειρών. Ο πλοίαρχος υπήγε πλησίον της προσπαθών να την ενθαρρύνη, αλλ' έμεινε σιωπηλή και ακίνητος εκείνη, ουδ' ανύψωσε την κεφαλήν.

Διά να εκδάρη κεφαλήν, την περιτέμνει κύκλω περί τα ώτα, την λαμβάνει εκ των τριχών, την σείει, και αφού το δέρμα αποσπασθή από το κρανίον, αποξέει το κρέας με πλευράν βοός, μαλάσσει έπειτα αυτό μεταξύ των χειρών του· αφού δε το καταστήση τοιουτοτρόπως μαλακόν ως χειρόμακτρον, το κρεμά του χαλινού του ίππου επί του οποίου ιππεύει, και γαυριά.