Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί φοβούνταν τους κακούς χρησμούς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμούς; Και ποιοι ήταν οι χρησμοί; ΘΕΡΑΠΩΝ Πως θα σκοτώση τους γονιούς του οι χρησμοί λέγαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς εσύ το ξέδωκες σ’ αυτό το γέρο; ΘΕΡΑΠΩΝ Λυπήθηκε η καρδούλα μου. Και σ’ άλλον έτσι το ’δωκα στην πατρίδα του για να το πάρη, και κείνος για τη φοβερή μου δυστυχία το ’σωσε.
Οι αυλές της πόλεως του Θεού δεν μας είναι πια ανοικτές. Τις πύλες της φυλάγει η Αμάθεια και, για να τις διαβούμε, πρέπει να παραδώσουμε ό,τι στη φύση μας είναι πιο θεϊκό. Φτάνει που οι πατέρες μας επίστεψαν. Εξαντλήσανε τη δύναμη της πίστεως των φυλών του ανθρωπίνου γένους. Η διαθήκη τους σ' εμάς είναι ο σκεπτικισμός, που τον φοβούνταν εκείνοι.
Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν, παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε 350 του Δία η κόρη, η Αθηνά.
Εκεί όμως που κοντοστέκουνταν, παρουσιάζεται η Ευδοξία, που αν κ' ευεργετημένη από τον Ευνούχο, καθώς είδαμε, τονέ φοβούνταν όμως τώρα και τονέ ζούλευε, παρουσιάζεται στον Αυτοκράτορα με τις δυο της θυγατέρες, Φλασίλλα και Πουλχερία, κατηγορεί τον Ευτρόπιο που τις έβρισε, και καταπείθει τον Αρκάδιο να κάμη του Τριβιγίλδου τα θελήματα.
Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· και σπίτι του σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· 150 κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε.
Μην τακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δασκάλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη. Είτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν είταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γυιος ενός Προεστού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κ' οι τούρκοι τονε φοβούνταν.
Την παραμονή της μέρας που ορίστηκε για να εφαρμοστή η φοβερή προσταγή, καθισμένος ο Διοκλητιανός κοντά σε παράθυρο του Παλατιού και κοιτάζοντας τη μεγάλη Εκκλησιά της Νικομήδειας, στημένη στ' αψηλότερο κι ωραιότερο μέρος της, συζητούσε με το Γαλέριο πώς να την ξολοθρέψουν την Εκκλησιά, μ' αξινάρια ή με φωτιά. Τηνέ φοβούνταν τη φωτιά οι Ρωμαίοι, μην τύχη και κάψη και τους άλλους μαζί.
Κι όσο από αγάλματα κι άλλα αξετίμητα έργα, γεμάτος ο ναός μέσα. Εκεί κάπου είτανε βαλμένη κ' η νέα η Αλεξαντρινή Βιβλιοθήκη, με τα μύρια της φιλολογικά θησαυρίσματα. Δεν εννοούσε, καθώς φαίνεται, ο Θεοδόσιος μήτ' αυτά το περίφημο μνημείο να το πειράξη· φοβούνταν κι ο κόσμος μην τύχη και τον οργίση τον παράξενον εκείνο θεό, που κανένας δε φαίνεται να καλογνώριζε αν είταν καλός «Δαίμονας» ή κακός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν