United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύτταζε το χέρι του που κρατούσε το φλυντζάνι, το αντρίκιο και δυνατό με τις μαύρες τριχίτσες ως απάνω στα δάχτυλα, πούτον αγριεμένο και χονδρόπετσο απ’ τα ξύλα και τα εργαλεία, και τώρα γινότανε σα γυναικείο, για να της δώση να πιή και της ήρθε να το φιλήση, να το φιλήση -μα ντράπηκε- Κι αυτός δεν της έλεγε τίποτα. Στην αρχή, καθώς μπήκε μέσα, της είπε : Δεν έχεις τίποτα.

Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.

Τούτου ένεκα, ούτε ανήρ Αιγύπτιος ούτε γυνή Αιγυπτία στέργει να φιλήση Έλληνα εις το στόμα, ή να μεταχειρισθή την μάχαιραν, ή τους οβελούς, ή την χύτραν αυτού, ή να φάγη κρέας βοός καθαρού κοπέν υπό μαχαίρας Έλληνος.

Αλλά μόλις σου έδειξε το στήθος της έρριψες το ξίφος, και εδέχθης να σε φιλήση εκείνη που σ' επρόδωκε• τόσον σου ήτον αδύνατον ναντισταθής εις την Αφροδίτην, ω ανανδρότατε συ.

Είπα της γραίας διά να τον ερωτήση την τιμήν του μεταξωτού· εκείνος της απεκρίθη ότι δεν το πουλεί με άσπρα, αλλά μου το εχάριζε μόνον να ευχαριστηθώ να με φιλήση μίαν φοράν εις το μάγουλον. Εγώ εις ταύτα τα λόγια εθυμώθην αλλ' η γραία με εκαταπράυνε με τα λόγια της και με κατέπεισεν ότι το φιλί δεν είνε κακόν.

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Αφού είδεν όμως πως δε μπορούσε να πιτύχη το μεγάλο σκοπό, γίνηκε συμβιβαστική. — Καλά, παιδί μου, να πας να την αποχαιρετήξης, μα νάχης το νου σου. Να μη φας πράμμα από τα χέρια τση και να μην αφήσης να σε φιλήση. Την άλλη βολά που πήες, μην πα και σούδωκε πράμμα κήφαες; μην πα και σεφίλησε;

Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση.

«Μάλιστα αυτός!», έλεγεν ένας γέρων κυνηγός, «που εφίλησε την Αννέτταν εις τον χορόν, έχει αρχίσει με το Α και θα φιλήση πέρα και πέρα όλον το αλφάβητον. Ένα φιλί εις τον χορόν ήτο όλο-όλο, που αι ακούραστοι γλώσσαι ηδύναντο έως τώρα περί αυτού να είπουν· πραγματικώς είχε φιλήσει την Αννέττα και μόλα ταύτα καθόλου δεν ήτο αυτή το άνθος της καρδιάς του.

Και τα νερά ανατριχιάζουν ολόγυρά της και έπειτα γίνονται καθρέφτες και την καθρεφτίζουν. Και οι νυμφαίες γέρνουν και φιλούν τα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να σπάση τον καθρέφτη των νερών και χωρίς να σκοτώση μια νυμφαία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, απλώνεται η Πεντάμορφη στα κάτασπρα σεντόνια.