Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Μα, κύριε, βάλτε το χέρι στην καρδιά σας: είστε άρρωστος; ΑΡΓΓΑΝ Πώς, αχρεία; αν είμαι άρρωστος, λέει; αν είμαι άρρωστος, αδιάντροπη; Ναι, είστε πολύ άρρωστος, σύμφωνοι· και πειο άρρωστος μάλιστα από όσο νομίζετε. Τελείωσε το ζήτημα. Μα η κόρη σας πρόκειται να πάρη έναν άντρα για τον εαυτό της· και μια φορά που δεν είνε κι' αυτή άρρωστη, δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη να της δώσετε ένα γιατρό.
Οι καθηγητές άρχισαν να συζητούν τα γλωσσικά χαρίσματα του ρητού. Εζητούσαν το υποκείμενο, το αντικείμενο, το ρήμα. Έλεγαν για τη σύνταξη του, ωνόμαζαν το γραμματικό σχήμα του. Σε πολλά ήταν σύμφωνοι· μα στα περισσότερα όχι. Και συζητούσαν ξαναμμένοι, χερονομούσαν με πείσμα, βρίζουνταν άπρεπα, σα ν' άρπαξε τα χρήματα ένας τ' αλλουνού.
— Λοιπόν σύμφωνοι· αν κερδίσωμεν και τους δύο βουλευτάς ημείς, εσύ, Καλόβουλε, θα βάλης τα τέσσαρα ζευγάρια κόττες, κι' αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ, κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσης την προβατίνα. Εάν όμως βγάλουμε από ένα βουλευτήν τα δυο κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ, κουμπάρε, την προβατίνα σου γλυτώνεις και εσύ, Κωνσταντή, της κόττες σου. — Σύμφωνοι! Έδωκαν τας χείρας και απεχωρίσθησαν.
Αφ' ου απεφασίσαμεν αυτά, επηγαίναμεν· όταν δ' εφθάσαμεν εμπρός εις την θύραν, εσταματήσαμεν και συνωμιλούσαμεν δι' έν ζήτημα, το οποίον εγεννήθη μεταξύ μας εις τον δρόμον· διά να μη μείνη λοιπόν η ομιλία ατελείωτη, αλλά πρώτα να την τελειώσωμεν και έπειτα να έμβωμεν, εσταματήσαμεν εμπρός εις την θύραν και συνωμιλούσαμεν, έως ότου εμείναμεν μεταξύ μας σύμφωνοι· μου φαίνεται λοιπόν ότι ο θυρωρός, κάποιος ευνούχος, είχε το αυτί του και μας ήκουε· φαίνεται δε ότι ένεκα του πλήθους των ερχομένων σοφιστών εβαρύνθη εκείνους, οι οποίοι εσύχναζαν εις την οικίαν· όταν λοιπόν εκτυπήσαμεν την θύραν, αφ' ου ήνοιξε και μας είδεν, ουφ, είπε, κάτι πάλιν σοφισταί είναι· δεν έχει καιρόν και συγχρόνως γρήγορα-γρήγορα έπιασε την θύραν με τα δύο του χέρια και με όλην του την δύναμιν μας την έκλεισεν εις τα μούτρα.
Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
Δεν είνε καλήτερα να τον περιφρόνησης· να φανής μάλιστα και γενναιόδωρος; — Α! μάλιστα· αν είν' έτσι μάλιστα· είμαστε σύμφωνοι· είπε σοβαρά· ας το πάρη. Να ξέρης εμείς οι Ευμορφόπουλοι, έτσι είμαστε πάππου προσπάππου· χαρίζαμε. — Αυτό λέω και γω. — Κ' έπειτα, μωρέ κόρη μου, τι θα πάρη ο χαμάλης; ένα παλιόσπιτο. Ό,τι αξίζει ένα χαλίκι του Ευμορφόπουλου δεν αξίζει όλο σου το χτήμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν