Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ανεπαύθη κ' ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου, σιμά εις την πελωρίαν κοκκινομωρέαν και παρακάτω από τον τεράστιον σχοίνον, κυρτόν εν είδει καλύβης και αποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, και αντικρύ εις την ωραίαν και τόσον ζωηράν εικόνα του Αγίου, την επί του ανωφλίου του ναού.
Θα σοι δώσω την Τεγέαν διά να χορεύης εκεί με μέγαν κτύπον των ποδών, και πεδιάδα καλήν διά να την μοιρασθής με σχοίνον.»
Παρέκει, υπό άλλον σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν εκείνην, την παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι.
Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γέρω-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον. — Τι είν' αυτό; είπε. Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.
Ηττήθησαν όμως εις την μάχην, και όσοι συνελήφθησαν ζώντες εδέθησαν με τας πέδας τας οποίας οι ίδιοι είχαν φέρει μεθ' εαυτών και εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Τεγέας την οποίαν διενεμήθησαν μετρήσαντες με σχοίνον. Αι πέδαι με τας οποίας εδέθησαν εσώζοντο ακόμη εις τας ημέρας μου εις την Τεγέαν, κρεμάμεναι εις τον ναόν της Αλέας Αθηνάς.
Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας.
Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.
Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε. Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς: — Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!
Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων. Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερό. Ευτυχώς δεν εβράδυνε να συνέλθη. Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της. Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκύτταζεν ηλιθίως. Η θειά-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη· — Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν