Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Η Σπληνογιάνναινα όμως έτρεφε φανεράν εκτίμησιν προς τους κουμπάρους της, του κόμματος Μανώλη Πολυχρόνου και συντροφίας. Είνε αληθές ότι, κατ' ιδίαν, ο Σπληνογιάννης διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι από πολιτικήν απλώς υπέσχετο εις τον Λάμπρον τον Βατούλαν.
— Καλώς τον κουμπάρο! έκραξεν η οικοδέσποινα. — Καλώς τον κουμπάρο! ετραύλισε και ο Σπληνογιάννης. Το ανδρόγυνον είχεν, ως φαίνεται, διπλαίς κουμπαριαίς, και εντεύθεν ηδύνατο να εικάση τις ότι θα επήγαζεν η διαφωνία μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχεν υποσχεθή, να δώση την ψήφον του εις τους κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν και λοιπούς.
— Τι να ιδώ; — Δεν πρέπει να βάζουμε σκάνδαλα στο ανδρόγυνο . . . — Μάλιστα, σ' αυτό συμφωνώ κ' εγώ, είπε μεθ' ετοιμότητος ο Λάμπρος· δεν πρέπει να βάζετε σκάνδαλα, καθώς το λέτε. — Εγώ έβαλα! είπεν οργίλως ο Μανώλη. Εγώ ήρθα να τους ειρηνεύσω, μήπως τυχόν και τους ηρεθίσατε . . . Ο Σπληνογιάννης έδιδε καθέκλαν εις τον Μανώλην. — Ας είνε, θα τα καταφέρωμεν, είπεν. — Ας είνε, κάνομε καλά, είπε.
Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του.
Μικρόν πριν εισέλθη ο Μανώλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία: — Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ' εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.
Να τώξορα έτσι δα. .. καλλίτερα να μην ερχόμουνα . . . Δεν ήλθα εγώ για να σπείρω σκάνδαλα στ' ανδρόγυνο . . . Η θύρα ηνοίχθη και εισήλθεν ανελπίστως ο Μανώλης ο Πολύχρονος. Ο Σπληνογιάννης ηγέρθη αυτομάτως με βλέμμα εκπλήξεως και αμηχανίας. Η γυνή εξεπήδησεν εκ του σκίμποδος εφ' ου εκάθητο, και προέβη εις υποδοχήν του. Ο Λάμπρος ο Βατούλας ουδ' εσάλευσεν από την θέσιν του,
Αλλ' η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην, και απήτει να κηρύξη φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι θα του έδιδε ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμη ο Σπληνογιάννης, και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε μερωμένο ψωμί». — Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε μετά προσποιητής σοβαρότητος, δάκνων τα χείλη, ο Μανώλης.
— Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.
Εσείς, βλοημένοι, έρχεσθε κ' οι δυο μαζί, και δεν μπορεί κανείς να . . . Ακουσίως αμφότεροι αι ψηφοκάπηλοι εγέλασαν, μαντεύσαντες τι ήθελε να είπη ο Σπληνογιάννης. — Κείνο που σου λέω εγώ ! . . . — Κείνο που σου λέω εγώ! ανέκραξε με οξείαν φωνήν η γυνή. Ησθάνετο δε τώρα ενισχυομένην την θέσιν της εκ της επικουρίας ην παρείχεν αυτή η παρουσία του Μανώλη και εγίνετο θρασυτέρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν