Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησενΈσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο Πετρώνιος.

Μαγιάρ κατακόκκινος από θυμόν. Εις τας λέξεις αυτάς οι παριστάμενοι εκράτησαν σιγήν επί έν λεπτόν. Μία κυρία μάλιστα, η οποία συνεμορφώθη κατά γράμμα προς τα κελεύσματα του κ. Μαγιάρ, έβγαλε την γλώσσαν της, την έλαβεν εις τα δύο χέρια της και την εκράτησε με μίαν επαινετήν υπομονήν μέχρι τέλους του γεύματος. — Αυτή η αξιαγάπητος κυρία, είπα χαμηλοφώνως προς τον κ.

Και μετά τινα σιγήν επρόσθεσε κλαυθμηρά τη φωνή: — Εγώ ούτε ματαιόφρων, ούτε κούφος, ούτε μικρόψυχος είμαι, ως η ανόητος Νεάπολίς σου! Αλλά συ τέτοιος ήσουν πάντοτε. Πάντοτε μ' έπαιρνες για τ ρ ελ λ ο κ ό ρ ι τ σ ο! — Τι συκοφαντία! ανέκραξα εγώ ανακαγχάσας, όπως προλάβω το κακόν, αλλά ήτο πολύ αργά!

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα, από την βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήση αν είνε της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάξη, ησθάνετο ότι είνε παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύκτα.

Επί τέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του Θεού. Θέλω, παιδί μου, νάχης χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ουρά μην αποτάξης. Και θα δούμε ποιος θα το μετανοιώση. Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδίων, ο Μανώλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθή τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου.

Όταν δε μετέβαινεν εις την αγοράν, αι αρτοπώλιδες εφιλονείκουν μεταξύ των, διότι εκείνη ήτις θα του έδιδεν άρτον, το εθεώρει ευτυχίαν και όλαι ήθελον να του δίδουν. Αλλά και τα παιδία τού προσέφερον οπωρικά και τον ωνόμαζον πατέρα. Όταν δέ ποτε συνέβη εις τας Αθήνας στάσις, εισήλθεν εις την συνέλευσιν του λαού και μόνον η εμφάνισίς του επέβαλε σιγήν.

Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη. Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.

Δεν επεφώνει πλέον το μπρε! ο γέρων το μεγαλοπρεπές εκείνο και μεστόν ψυχικού σθένους, το οποίον συχνά εκφωνούμενον από του στόματός του επέβαλλε σιγήν εφ' όλων των Βουνιχωριτών και παρέλυε των νέων τας ακατασχέτους ορμάς. Αλλά το άιχούχα, το κοινόν και τετριμμένον, διά του οποίου όλοι οι χωρικοί εκφράζουν την απελπισίαν της ψυχής και του σώματος την κάρωσιν.

Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων παραπετασμάτων μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί περικοσμούντες την οικοδομήν, και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις τον ήλιον, το δε εις την αύραν την εσπερινήν, και κήπος οπίσω θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα πολυάριθμα, φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την βαρείαν σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.

Δυνατόν να φρονής ότι πρέπει να λατρεύηται το θείον υπό άλλην μορφήν και δι' άλλων τύπων, ή όπως ορίζει η αγία ημών Εκκλησία. Αλλά τούτο δεν είνε λόγος όπως κηρύξης μεγαλοφώνως τα τοιαύτα δόγματα. Ο Πλήθων ετήρει σιγήν. — Είσαι ελεύθερος, ω Πλήθων, επανέλαβε μετά παρρησίας ο Γεώργιος Σχολάριος, είσαι ελεύθερος να δοξάζης όν τινα θεόν θέλης, ή να μη δοξάζης μηδένα.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν