United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην αρχή ο Ιστένε έσκυψε το κεφάλι μέχρι που το έβαλε σχεδόν ανάμεσα στα γόνατα, έπειτα ανασηκώθηκε, άρπαξε τα πόδια του επιτιθέμενου και τον τράνταξε ολόκληρο, μη μπορώντας όμως να τον ρίξει κάτω του δάγκωσε το γόνατο. Δε μιλούσαν και η σιωπή τους έκανε τραγικότερη τη σκηνή.

Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια. Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του. — Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα! Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!....

Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους.

Η γριά την κοίταζε και μέσα στα γυάλινα μάτια της η μοχθηρία έλαμπε όπως το νεανικό της κολιέ γύρω από τον σκελετωμένο της λαιμό. «Λοιπό, τι λέτε ντόνα Νοέμι; Να φύγω ήσυχη κάπως; Θα με βοηθήσετε, έτσι δεν είναι;» «Πηγαίνετε», είπε η Νοέμι με ύφος αλλαγμένο, αλλά η γριά δεν έφευγε γιατί το είχε ρίξει ταπεινά σε ευχαριστίες. «Το φτωχικό μας ήταν πάντα πλάι στο σπίτι σας, όπως η δούλα πλάι στην κυρά.

Αυτό το λιμάνι ήτανε το Βάιζεφορ, όπου κοίτονταν νεκρός ο Μόρχολτ, και η κυρία τους ήτανε η Ιζόλδη η Ξανθή. Μόνη αυτή, γνωρίζοντας τα φίλτρα, μπορούσε να σώση τον Τριστάνο. Αλλά μόνη αυτή μέσα σ' όλες της γυναίκες ήθελε το θάνατό του. Όταν ο Τριστάνος, ζωογονημένος από τα γιατρικά της, ανέλαβε και ξαναύρε της αισθήσεις του, κατάλαβε ότι τα κύματα τον είχαν ρίξει σ' ένα τόπο γεμάτο κινδύνους.

Όλα μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο.