United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς διάβαινε από την πύλη της Πόλης, παρουσιάζεται κάποιος ομπρός του, αρπάζει τα χαλινάρια του βασιλικού του άλογου, και φωνάζει «Δικαιοσύνη!». Ο Βασιλέας, και πριν αναγνωρίση τον Αθανάσιο, μα και κατόπι, φάνηκε πολύ χολιασμένος με τέτοια τόλμη.

Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος: Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη. Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

Ο Χίλων επρότεινε να ακολουθήσουν τον Βατικανόν αγρόν μέχρι της Φλαμινιανής πόλης, όπου θα διήρχοντο τον ποταμόν και θα επροχώρουν έξω των τειχών, όπισθεν των κήπων του Ακιλίου προς την Σαλαρίαν πύλην. Μετά μικρόν δισταγμόν ο Βινίκιος εδέχθη το δρομολόγιον αυτό. «Αναμφιβόλως, έλεγεν εν εαυτώ ο Βινίκιος, και ο Ούρσος θα ευρίσκεται εκεί

Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι' οι κηροστάτες, μουχλιάζουν η εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι' οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβυστά ασημοκάντηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα. Ξέρεις το μυρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος.

Και καθώς άλλοτες ο Ίλλος κι ο Βασιλίσκος τους έκαμναν όργανα της φιλοδοξίας τους, έτσι και τώρα ο αδερφός του Ζήνωνα ο Λογγίνος τους Ισαύρους σήκωσε για να πάρη το θρόνο που ο ίδιος ο Ζήνωνας του αρνήθηκε, ξέροντας τον τι πράμα είταν. Τους έβαλε κ' έκαμαν αληθινό πόλεμο μέσα στους δρόμους της Πρωτεύουσας. Κάηκε τότες όλο περίπου το ιπποδρόμιο, και κάμποσα άλλα μέρη της πόλης.

Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!