United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΡΜ. Βλέπεις, Χάρων, ότι ο Λυδός δεν ανέχεται την ειλικρίνειαν και την αλήθειαν των λόγων, αλλά του φαίνεται παράδοξον ότι άνθρωπος πτωχός δεν συστέλλεται και δεν φοβείται ενώπιόν του, αλλ' εκφράζει ελευθέρως την γνώμην του.

Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά. — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου.

Αφού ο πτωχός μετέφερε τα ξύλα και έλαβε παρά του ιερέως ως ανταμοιβήν του κόπου του έν ρούβλιον, ηρώτησεν αυτόν αν έχη και άλλην εργασίαν να τω δώση· Ο δε αγαθός ιερεύς μη έχων εργασίαν, αλλ' επιθυμών να ενισχύση την εργατικήν διάθεσιν του πτωχού, διέταξεν αυτόν, επί λόγω ότι μετενόησε διά την μεταφοράν των ξύλων του, να επαναφέρη αυτά εις την προτέραν των θέσιν· και μετά την δευτέραν αυτήν μεταφοράν έδωκε και δεύτερον ρούβλιον εις τον πτωχόν.

Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι!

Ελυπείτο δε το πτωχόν αιπόλιόν του, το οποίον εθεώρει ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν αυτώ υπό της φειδωλής μοίρας του προς φύλαξιν. Ο κολλήγας του, ο κυρ-Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήτο άνθρωπος με ανοιχτό χέρι, βλέπεις, και αν ο πτωχός Τσόμπανος έχανε τας αίγας του, ήτο κατεστραμμένος, και πολλάς ελπίδας δεν είχε να εύρη σερμαγιά διά να αγοράση άλλας. Έπειτα όλοι θα τον ωνόμαζαν ανάξιον.

Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευετην πόλιν Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος, να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζετην όψι.

Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία. Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Η μήτηρ Του προσέφερε προς καθαρισμόν της τας περιστεράς, την προσφοράν των πτωχών. Η φυγή εις Αίγυπτον αναμφιβόλως είχε πολλάς ταλαιπωρίας, και όταν υπέστρεψεν έμελλε να ζήση ως τέκτων και υιός τέκτονος εις το περιφρονούμενον μικρόν χωρίον. Ως πτωχός περιπλανώμενος διδάσκαλος, ακτήμων, περιήρχετο την χώραν.

Αλλά το ασυγχώρητον είνε ότι εν ώ είσαι πτωχός, δαπανάς μόνον εις τας τοιαύτας ηδονάς όσα κερδίζεις διά της αναισχυντίας σου.