Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουλίου 2025
Αλλ' είσαι, υπερήφανος και φαίνεσαι ανδρείος και μαρτυρούν ευγένειαν οι τρόποι σου κ' η γλώσσα Δεν καταδέχομαι λοιπόν αναβολήν να φέρω, κι' ας έχω το δικαίωμα την τάξιν ν' απαιτήσω . 'Σ το πρόσωπόν σου την πετώ την λέξιν προδοσία, και να στραφή 'ς το στήθος σου τ' αναίσχυντόν σου ψεύδος! Τα λόγια σου επάνω μου γλιστρούν και δεν μ' εγγίζουν.
Φέξετ' εδώ! Πού είσθε; Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εκείνος είναι βέβαια! Οι άλλοι ήλθαν όλοι! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τα άλογα του έφυγαν! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Συνήθειά του είναι. Πεζός πηγαίνει απ' εδώ 'ς του παλατιού την θύραν. Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Έρχονται φώτα! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είν' αυτός! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Επάνω του κ' οι τρεις μας! ΒΑΓΚΟΣ Ωσάν να φαίνετ' ο καιρός προς την βροχήν. Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ας βρέξη! ΒΑΓΚΟΣ Ω! προδοσία! Φύγε, Φληνς!
Θυμήθηκε την ημέρα όπου η Ιζόλδη η Ξανθή τούδωσε αυτό το δώρο: μέσα στο δάσος του τώδωκε, στο δάσος όπου προς χάρι του είχε κακοπαθήσει στην τραχειά ζωή. Και ξαπλωμένος τώρα δίπλα στην άλλη Ιζόλδη, ξαναείδε την καλύβα του Μορουά. Τι τρέλλα χτύπησε την καρδιά του ώστε να μπορέση να κατηγορήση τη φίλη του για προδοσία; Όχι· αυτή υπόμενε για χάρι του όλες της δυστυχίες, μόνο αυτός την είχε προδώσει.
Η ζωή των ναυτικών είνε ίδια και απαράλλαχτη: Κίνδυνοι στη θάλασσα, παλικαριές και αγάπες στη στεριά. Ό,τι τους έκαμεν εντύπωσι ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας είχεν εμπρός του ολοφάνερο το εκδικητικό κύμα, που καταπιασμένο ψιλά στα ομιχλωμένα και άξενα μέρη της Μαύρης θάλασσας, εκατέβαινεν όλο φουσκώνοντας και όλο βογγώντας ως τα ήμερα ακρογιάλια της Ελλάδας για να τιμωρήση την προδοσία.
ΑΜΛΕΤΟΣ Ως κ' η άκρη φαρμακωμένη! ΟΛΟΙ Ω! Προδοσία, προδοσία! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Προφθάστε, ω φίλοι· μόνον λαβωμένος είμαι. ΛΑΕΡΤΗΣ Ό,τι του ανήκει έλαβε· τα φαρμάκι αυτός το 'χει ετοιμάση. Μεγαλόψυχε Αμλέτε, τώρα μεταξύ μας ν' αντισυγχωρηθούμε· επάνω σου ας μη πέση ο θάνατός μου, μήτ' εκείνος του πατρός μου, και μήτε ο θάνατός σου επάνω μου.
Ο Περινίς του ιστόρησε όλα τα συμβάντα, την καινούργια προδοσία, την ημέρα της δίκης, την ώρα και τον τόπο που είχαν ορισθή. «Άρχοντα, η κυρία μου σας παραγγέλνει, την ωρισμένη μέρα, μ' ένδυμα προσκυνητού, χωρίς όπλα να βρεθήτε στον Άσπρο Κάμπο, αλλά τόσο καλά αλλαγμένος που κανείς να μη μπορέση να σας αναγνωρίση. Για να φθάση στον τόπο της δίκης, θα χρειασθή να περάση το ποτάμι με βάρκα.
Έμεινε τότες η θεια κ' η ανιψιά μαρμαρωμένες, κοιτώντας η μια την άλληνα. — Τρέχα να δης, αλήθεια είνε ή ψέματα, λέει η Ασήμω της θειας της προσεχτικά, σαν πολεμιστής που ακούγει προδοσία και στέλνει υποταχτικό του να δη τι τρέχει. Βγαίνει η γριά με το ραβδί της, τρομαγμένη και κακώς έχοντας. Δεν άργησε να γυρίση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν