Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Πούρθε ο Γεροκουδούνας ύστερα, ο θρήσκος, που πήγαινε ταχτικά κάθε χρονιά μια βολά στην εκκλησιά, κ' ήξερεν όλα τα εκκλησιαστικά και τους είπε πως ανάμεσα από Σαββάτο και Δευτέρα πέφτ' η Λαμπρή. Κι' άλλα τέτοια μας είπε ο Μπαρμπούτας. Ως που με δείλιασε η φωτιά εμένα, και τυλιγμένος σε μια καπότα αποκοιμήθηκα στο χέρι. Με τα γλυκοχαράμματα διαβήκαμε τα Χαλάσματα.

Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Πούρθε ο Γεροκουδούνας ύστερα, ο θρήσκος, που πήγαινε ταχτικά κάθε χρονιά μία βολά στην εκκλησιά, κ' ήξερεν όλα τα εκκλησιαστικά και τους είπε πως ανάμεσα από Σαββάτο και Δευτέρα πέφτ' η Λαμπρή. Κι άλλα τέτοια μας είπε ο Μπαρμπούτας. Ως που με δείλιασε η φωτιά εμένα και τυλιγμένος σε μια καπότα αποκοιμήθηκα στο χέρι. Με τα γλυκοχαράμματα διαβήκαμε τα Χαλάσματα.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Κ' η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσον πάει κη πέφτ'. Ταχιά θάχουμε καλοσύνη, μπουνάτσα, κάλμα. Όλο κη καλοσ'νεύει, να, τώρα, καλοσύνεψε! Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.

Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια Τα δυο χείλη λαγγαδιά. Το γλυκό χαμόγελό του Λίγο λίγο είχε σβυστή Και περνούντο μέτωπό του Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί. »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη

Και μετά δυσκολίας πολλής εμπόδισε τον αδελφόν του να μη τον αικίση. — Να, κοντεύουε τώρα, Νταντή . . . — Αργούμε ακόμα, Μπεφάνη . . . — Τι λες, βρε Νταντή; . . . Δευτέρα πέρασε, Τρίτ' Τετράδ' μια, Πέφτ' Παρασκευή δυο, Σαββάτο, πρώτα ο Θεός είμαστε πέρα. Και &ούτως οδός βραχεία γίγνεται&, όχι κατά τον Σοφοκλέα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν