Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Πόσον πνεύμα και πυρ ενέχει η μετά του απεσταλμένου του Αντωνίου συνομιλία αυτής, όταν ούτος τη αναγγέλλει την δυσάρεστον αγγελίαν του γάμου του μετά της Οκταβίας! Άπασα η βασιλική της υπερηφάνεια και η ωραιότης εν ταυτώ εκδηλούνται εν τη αμοιβή ην τη υπόσχεται: «Ιδού λάβε χρυσόν και φίλησε Τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης».
— Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, ν' αποκρύψη την ιδιότητά του. — Και συ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρει στολήν Έλληνος εθνοφύλακος. — Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησε και ούτος.
Όταν απεκάλεσεν Εαυτόν «τον άρτον τον εκ του ουρανού», έλεγον «σκληρός ο λόγος ούτος»· όταν είπεν, «έχω βρώμα φαγείν ο υμείς ουκ οίδατε», παρετήρησαν μόνον, μη τις έφερεν Αυτώ να φάγη.
Ούτω λοιπόν μετά πι- θανότητος πρέπει να λέγωμεν, ότι ο κόσμος ούτος είναι αληθώς ζώον, έχον ψυχήν και νουν, δημιουργηθέν υπό της προνοίας του Θεού.
Μετά τον Άνυσιν εβασίλευσεν ο ιερεύς του Ηφαίστου Σεθών . Ούτος περιφρονών παρημέλησε τους πολεμιστάς των Αιγυπτίων, διότι δεν είχεν ουδεμίαν ανάγκην αυτών. Επέβαλε λοιπόν εις αυτούς πολλάς ατιμίας και μεταξύ άλλων τοις αφήρεσε τους εξαιρέτους αγρούς, οίτινες είχον δοθή επί των πρώτων βασιλέων ανά δώδεκα στρέμματα εις έκαστον οικογενειάρχην.
Μετά την βαρύθυμον εκείνην και πλήρη υπερβολικής ανίας διαμαρτύρησιν του ποιητού, την οιονεί εικόνα της νωθράς ζωής των αγραυλούντων, η οποία συναντάται εις τον πρώτον στίχον, ήρχοντο ευθύς άλλαι εξομολογήσεις, μεσταί προθύμου μερίμνης ως να μετενόει ούτος κ' εζήτει να καλύψη το σφάλμα του.
Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν, απέσπασε τους στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις.
— Αλλά, κύριε, είπα κραυγάσας εις το αυτί του, μου ομιλήσατε ολίγον προ του γεύματος περί του κινδύνου, όστις προέκυπτεν από το παλαιόν σας σύστημα, το πράον. Ποίος είναι ούτος λοιπόν; — Μάλιστα, απήντησεν, υπήρχον ενίοτε αληθείς κίνδυνοι.
Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.
Ο Αλής δεν έμεινεν έτσι χωρίς να εξετάση το αίτιον ετούτου του προσφέρματος, και καταλαμβάνοντάς το μου είπεν· καταλαμβάνω, βασίλισσά μου, ότι ο βασιλέας της Θέμπας σε αγαπά· και ούτος ο έρωτας, και όχι η ζωγραφιά μου, τον παρακινεί να μας κάμει αυτές τες περιποιήσεις· ημείς πρέπει να υπάγωμεν εξ ανάγκης να κονεύσωμεν εις το παλάτι του· αυτός δεν θέλει αφήσει ημέραν, που να μην έλθη να σε εύρη, και να σου εξηγηθή τον πόνον του· στάσου καλά εις τον νουν του, θημήσου την ευγένειαν της γεννήσεως σου, και στάσου μακράν εις το να κλίνης εις τα ζητήματά του, και σταθερή διά να μη σε γελάση· μα ανίσως και αυτός ήθελε δειχθή πολλά ερωτικός, εις τρόπον που να σε γυρέψη διά γυναίκα του, εσύ θέλεις τον υπακούσει· ει δε και η γνώμη του θέλει είνε διαφορετική, θέλομεν πασχίσει να κάμωμεν άκαιρον την κλίσιν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν