United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλη κανέν βοήθημα. Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον από την κορυφήν τ' Άι-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ' εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν.

Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παληοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή έξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάξη, κ' εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ' τα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παληοσάδια

Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε απάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι' ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά την καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή: — Πιστοί του βασιλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα. Κ' έκλεισε τα μάτια του.

Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου. Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος.

Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια, Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια, Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα· Το χάραμμα γλυκά προβάλλειτην κορφή του, Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια Κεντάειτες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.

Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τατην ποδιά σου. Φέρε τα καιτον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα. Έλατην πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου, Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα, Τα ισκιερά τα ορμάνια μου.

Δεν την εδέχθη ο Αρχος, Και το φτωχό βοσκόπουλο το σκάει, το φοβερίζει, — Εγώ είμαι ένα βοσκόπουλο, θρεμμένο μέσ' 'ς τα ορμάνια, Και δεν με σκάζουν, άρχοντα, άργητες και φοβέρες, Εμένα αγάπη μοναχά βαριά με βαλαντώνει, Το βιο σου δεν σου γύρεψα, εγώ την Δέσπω θέλω, Χίλια θα κάμω βολετά και θε να σου την πάρω.