United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τίποτις δεν ξέρουν αφτοί, μήτε από δρόμους, μήτε από ουρανό, μήτε από ζωή. Νομίζουν ίσως πως όλο το έθνος θα περπατή με τη γραμματική στο χέρι, θα ψάχνη στα βιβλία πώς λέγεται η γενική της οδού! Αν είναι όμως όλο το έθνος να βαδίζη με τη γραμματική στο χέρι, δεν υπάρχει έθνος. Μήτε αγρονομία τότες υπάρχει, μήτε στρατός, μήτε τίποτις! Γραμματισμένο έθνος δε φάνηκε ποτέ.

Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεψε μετά του Μανώλη από τα λειβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ' ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς το υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.

Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα.

Εκατοίκουν το πρώτον πάτωμα μικράς οικίας εις την άκραν της οδού Γαριβάλδη.

«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην. Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον. Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε προσηλυτίσει.

Ωφελούμενος εκ της απουσίας του νέου Κάρλου, τοποθετηθέντος διά συστάσεως του ιατρού εις ικανώς απέχον βαφείον, ησχολήθη διά παντοίων περιποιήσεων να ελκύση του σκύλου την εμπιστοσύνην, την δε ημέραν της εξόδου του εκ του νοσοκομείου κατώρθωσε να προπεμφθή παρ' αυτού μέχρι της άκρας της οδού.

Και θέτων επ' αυτών την εφημερίδα, διά να την απλώση δήθεν, σύρει υπό την σκέπην αυτής ένα τσουρέκι, έπειτα δε αποσυρόμενος εις μίαν γωνίαν το ενθυλακώνει, υπό τον προστατευτικόν πάντοτε πέπλον της εφημερίδος. Τούτο επαναλαμβάνεται εις όλα τα ζαχαροπλαστεία τα περί την πλατείαν του Συντάγματος, συχνά δε ενσκήπτει και εις τα εμπορικά της οδού Ερμού ο λυμεών ούτος.

Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού! — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και εσταυροκοπήθη. Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος, μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού. — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.

Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Πρώτην φοράν εξετίθετο εις τόσα βλέμματα, διότι, ένεκα της εορτής και του ωραίου εαρινού καιρού, όλοι οι χωριανοί ευρίσκοντο έξω, εις τα πρόθυρα και επί των δωμάτων, και εφαίνοντο ως να είχον παραταχθή εκατέρωθεν της οδού επίτηδες δι' αυτόν. Τωόντι δε η εμφάνισίς του επροκάλει κίνησιν περιεργείας και όσαι γυναίκες ευρίσκοντο εντός των οικιών προσέτρεχον και αυταί να τον ίδουν.