Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Συγχρόνως δε βλέπομεν τον Ανδρέαν πίπτοντα με την ταχύτητα της αστραπής εκ του δένδρου, και τρέχοντα μεταξύ του φίλου του και του σκύλου. Εκεί δε σταθείς, ατενίζει θαρραλέως τον σκύλον, και σκύπτει διά να λάβη λίθον κατ' αυτού· αλλ' ο σκύλος, άμα ιδών τον νέον τούτον εχθρόν οπλιζόμενον, στρέφει τα νώτα, και κατησχυμένος επανέρχεται εις την μάνδραν του.

Ο Γύγης την εθεώρει καθ' όσον εξεδύετο· έπειτα, ενώ εκείνη έστρεψε τα νώτα και διευθύνετο προς την κλίνην, αυτός εξήλθεν ολισθήσας κρυφίως· αλλ' η γυνή τον είδεν ότε εξήρχετο.

Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας προς συνδιάλεξιν. — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε αρκετήν ώραν. Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα.

Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης.

Εγράφετο ο Κάλβος Ζακύνθιος, διότι εν Ζακύνθω εγεννήθη· ως και Ευγένιος ο Βούλγαρις εγγραφείς φοιτητής εν τω πανεπιστημίω της Χάλλης εγράφη Κερκυραίος, επειδή εν Κερκύρα εγεννήθη. Εν Ζακύνθω, 1881. Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης Θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου, Και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα Κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα Των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.

Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα.

Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε. — Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ. Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια, και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα.

Αλλ' ημείς ουδέν άλλο ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν πλην του αμόρφου, αεικινήτου και ανά πάσαν στιγμήν ογκουμένου εκείνου σωρού. Ουδ' έπαυσαν να προσέρχωνται πανταχόθεν νέα αδηφάγα σμήνη. Οι καταφθάνοντες ανέβαινον και έτρεχον επί της ράχεως αλλήλων και επί τούτων άλλοι. Ο ζωντανός εκείνος τάπης ωμοίαζεν ήδη προς τα νώτα τρικυμιώδους θαλάσσης.

Ο Μανώλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον, εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου, κ' εστάθη αναποφάσιστος. Ουδείς των δύο απεφάσιζε να δώση πρώτος το παράδειγμα της αποχωρήσεως.

Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτερικήν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην, αλλά κ' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον. — Βρε! αποσπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν