Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου, δεικνύων διά του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας· δεν θα ήτο νόστιμον ν' ανοίξωμεν την βρύσιν;

Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον.

Αυτή από την χαράν της με επήρεν εις τα χέρια της, και με εχάιδευσε, και λέγοντάς μου πολλά λόγια χαϊδευτικά με εφίλησε. Τότε και εγώ από το άλλο μέρος επλησίαζα με πολλήν νοστιμάδα την μύτην μου εις τα χείλη της και την εγλυκοφιλούσα. Α μαργιόλικο, εφώναξε γελώντας, φαίνεται, πως απεικάζεις εκείνο που σου λέγω ω και τι πολλά νόστιμον που είσαι.

Αλλ' όντας πεινασμένος και μάλιστα κοπιασμένος από τον δαρμόν της θαλάσσης, ζητούσα χόρτα κατάλληλα προς τροφήν και εύρον αρκετά, ομοίως και διάφορα οπωρικά, από τα οποία ήτο πλούσιον εκείνο το νησί· εκεί εύρον και νερόν αναβρυστικόν πολλά νόστιμον, ώστε κατεπράυνα ολίγον την πείναν και το δροσερόν εκείνο νερόν εύφρανε την καρδίαν μου.

Νικολάκη δεν το λέγανε αυτό το παιδί; — Ναι. Μα τώρα έγεινε καπετάν Νικολάκης. Η κόρη εδώ μόλις εκράτησε την φωνήν της να μη εκραγή εις χαρμόσυνον ανακραύγασμα. — Λοιπόν το νόστιμον είνε τούτο, επανέλαβεν ο πρώτος ναύτης, επιτηδευόμενος τον ταξειδεύσαντα εις Αγγλίαν και επιδεικνύων τα αγγλικά του, τα οποία δεν επροχώρουν πλέον των δύο αυτών λέξεων.

Εκεί στοχαζόμενος την δυστυχίαν μου, άρχισα να κελαδώ τα πάθη μου με μίαν φωνήν πολλά παθητικήν, κυττάζοντας πάντα τα παράθυρα της αγαπημένης μου. Αυτή ακούοντας ένα λάλημα τοιούτης λογής θλιβερόν και νόστιμον, εβγήκεν εις το παράθυρόν της διά να με ακούση καλά, και εγώ βλέποντάς την ακολουθούσα με περισσοτέραν ισχύν το θλιβερόν μου λάλημα, ωσάν πως να της έδιναν να καταλάβη τον πόνον μου.

«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350 τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, και αλεύριατα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355 και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης, ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. ότι θα πάωτην Σπάρτη εγώ καιτην αμμώδη Πύλο, ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360

Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν