United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αν τις απεθάνη Διά την πατρίδα, η μύρτος Είνε φύλλον ατίμητον, Και καλά τα κλαδιά Της κυπαρίσσου. Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου Τους οφθαλμούς, η πρόνοος Φύσις τον φόβον έχυσε, Και τας χρυσάς ελπίδας, Και την ημέραν. Επί το μέγα πρόσωπον Της γης πολυβοτάνου, Ευθύς το ουράνιον βλέμμα Βαθυσκαφή εφανέρωσε Μνήματα μύρια.

Ποίος ήκουσε ποτέ του Κόκκαλα πνοήν να εκβάλουν Σάλπισμα να καταλάβουν Και αφ' τα μνήματα να εκβούν; ............................. Βοναπάρτης την Ελλάδα Ήλθε να την αφανίση Όχι να την αναστήση Ως κηρύττεις δολερώς.

Καλότυχον μαχαίρι, χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω! Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε, και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον. Τι θέαμα ελεεινόν!

Τότε δε προ πάντων αρέσκει ημίν το άσμα του Λευκαδίου. Τοιαύτη είναι η πρώτη στροφή του Μνημοσύνου του Στεφάνου Μεσσαλά: Ώργονε ο Χάρος, ώργονε τη γη που τόνε τρέμει. Τ' αυλάκια του είναι μνήματα, τα μαύρα του τα βώδια Φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαγχνης βουκέντρας.

ΧΑΡ. Εύγε τους• βλέπω όμως, Ερμή, ότι είνε πολύ ολίγοι. ΕΡΜ. Είνε παράδοξον ότι είνε και τόσοι. Αλλά καιρός να κατέβωμεν. ΧΑΡ. Κάτι τι ακόμη επεθύμουν να μάθω, Ερμή, και διά να μου κάμης πλήρη την χάριν διά την οποίαν σε παρεκάλεσα, θέλω να μου δείξης τα μέρη εις τα οποία αποθηκεύουν και θάπτουν τα σώματα εκείνων που πεθαίνουν. ΕΡΜ. Τα ονομάζουν μνήματα και τάφους και μαυσωλεία.

Όλοι οι χωριανοί ανατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, όταν εδιάβαιναν μπροστά από το κοιμητήρι του Αγιοταξάρχη. Και ο Λίακας δύο φορές έβαλε στοίχημα, να κινήση τα μεσάνυχτα από την Κάτου Χώρα, να πάη στον Αγιοταξάρχη απάνου μοναχός, καταμόναχος· νάμπη στο κοιμητήρι, να διαβή τα μνήματα, πατώντας τις πλάκες, να πάη στο χωνεφτήρι· να πάρη, να γεμίση μια σακούλα αθρωποκέφαλα, να γείρη πάλι στην Κάτου Χώρα.

Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε· στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα και την Εκάτη πούρχεται μέσ' απ' της γης τα σπλάχνα και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλλοι.

Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και σύχασα. Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα!