Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον δίασπρον.

Εκίνησαν λοιπόν προς το παλάτι· φθάνουν εις την πόρταν, και ευρίσκοντάς την ανοικτήν, εμβαίνουν εις μίαν σάλαν, που είχε το έδαφος από φαρφουρί της Κίνας, στολισμένην με χρυσές μαξιλάρες, και μεταξένια πεύκια, και ευωδίαζεν από τα πλέον αρωματικά ξύλα· εγύρισαν αυτοί όλην την σάλαν χωρίς να ιδούν κανέναν εις αυτήν· από εκείνην απέρασαν εις μίαν άλλην, εις την οποίαν βλέπουν επάνω εις ένα θρόνον χρυσόν μίαν νέαν κυράν, όλην σκεπασμένην από διαμαντικά, και η άκρα ευμορφιά της τους εξέπληξεν.

Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες· τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες· εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα φτιασίδια.

Ας είναι, απεκρίθη ο Αμπτούλ, οπόταν σωθή αυτός, θέλω προστρέξει εις εκείνον που τώρα θέλω σου δείξει· και έτσι τον έκαμε να περάση εις μίαν άλλην σάλαν πλέον φωτεινωτέραν, εις την οποίαν ήτον πολλότατες μαξιλάρες από χρυσά μεταξωτά, κεντημένες με πλήθος μαργαριτάρια, και διαμάντια· εφαίνονταν ομοίως εις την μέσην άλλη μία λεκάνη, όχι τόσον μεγάλη ωσάν την άλλην, μα μικρότερη, αλλά εις την τιμήν πολλά πλουσιώτερη, η οποία ήτον γεμάτη από ρουμπίνια, διαμάντια, σμαράγδια, και κάθε λογής πέτρες πολύτιμες.

Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης που έρχεται να μας περιδιαβάση.

Τόσον εσυγχίσθη, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινόν σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως εβάλθη εις νέον κόπον πάλιν, κι' άρχισε να τα ξεστρώνη όλα, ψάθες, κυλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, και να τα μεταφέρη έξω εις την αυλήν, να τα τινάζη εκ νέου, να ερευνά λεπτομερώς το πάτωμα, και τέλος, όταν δεν εύρε που δεύτερον άτομον του μυσαρού ζωυφίου, απεφάσισε να στρώση εκ νέου όλα τα μεντέρια της.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν