United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρχισε πάραυτα η Γερακούλα να διηγήται πώς συνηντήθη μετά του δειλού εκείνου χωροφύλακος εις Κεχριάν και πώς ενίσχυσε τον φόβον του, χωρίς να γνωρίζη ότι ήτο ληστής, και περιπλέον αγνοούσα ότι έφερε μεθ' εαυτού ληστεύσας τον θησαυρόν του Μοναστηρίου, «ως να την είχε φωτίση η Μεγαλόχαρη, που δεν ήθελε να χαθώσιν έτσι οι κόποι της».

Έδωκαν ως τόσον την είδησιν του Δερβύση διά την θλίψιν της Βασίλισσας, ο οποίος έτρεξε με ταχύτητα προς αυτήν, διατί την αγαπούσε και αυτός κατά πολλά. Αυτός έκαμε κάθε τρόπον διά να την παρηγορήση, μα εστάθηκαν όλοι του οι κόποι άκαιροι.

Όταν όμως εστράφη να ιδή τον Αντωνέλλον, κατετρόμαξε! Δεν ήτο πλέον αυτός· ήτο η σκιά του. Κατέρρευσεν εντός μιας ημέρας· αι συγκινήσεις, οι κόποι και αι αγρυπνίαι είχον τελείως καταβάλη το, και άλλως, ασθενές σαρκίον του γέροντος. — Γρήγορα στο κρεββάτι, εφώναξεν η Μπέλλα και ο Αντωνέλλος δεν αντέστη.

Τα κέρδη κατόπιν εμετριάσθησαν, διότι επήλθε συναγωνισμός, αλλ' οι κόποι μου αντημείβοντο πάντοτε, εντός δε ολίγων μηνών, αφού έζησα μετά των περί εμέ και αφού επανέφερα άνεσίν τινα υπό της πτωχικής κατοικίας μας την στέγην, το κεφάλαιόν μου από πέντε χιλιάδων γροσιών ανήρχετο ήδη εις οκτώ ! Έκτοτε πολλά χρήματα εκέρδισα και πολλά έχασα.

Μάταια τα έξοδά μου και μάταιοι οι κόποι σας. Σύρετε στο καλό». Ο Ρήγας πήρε το παιδί του και γύρισε στο βασίλειό του. Τα μαλλιά του και τα γένεια του είχαν ασπρίσει από τον καϋμό. Το βασιλόπουλο πιο χλωμό και πιο αχαμνό ακόμα, σαν να τώτρωγε ένα μυστικό σαράκι, κλείσθηκε μέσα στο παλάτι, έπεσε στο κρεββάτι και μιαν αυγή ανοιξιάτικη έκλεισε τα μάτια του και πέθανε.

Αι ελλείψεις, αι σκληραγωγίαι, οι υπεράνω της ανθρωπίνης φύσεως κόποι και τελευταίον οι τρομεροί και συνεχείς κίνδυνοι, εις τους οποίους εξετέθητε καθ' όλον το διάστημα της τελευταίας εκστρατείας του Καραϊσκάκη υπέρ των Αθηνών, Σας δίδουν αδιαφιλονείκητα δικαιώματα εις την ευγνωμοσύνην του Έθνους. Τοιούτον ισχυρόν δικαίωμα δεν ηδύνατο να διαφύγη την παρατήρησίν μου.

Και των μεν άλλων οι κόποι είνε υποφερτοί, αλλ' εγώ ο πάντων βασιλεύς και πατήρ πόσας αηδίας υποφέρω, πόσας ασχολίας έχω και εις πόσας φροντίδας είνε διηρημένη η προσοχή μου;

«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!

Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!

Σ' ολίγο παύουν όλ' οι κόποι μου, και συ θα λάβης τον αέρα της ελευθερίας· για λίγο ακολούθα με, και υπηρέτησέ με.