United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον υβρίζη καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το κρατήσει κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να τον παιδεύση κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της μιλήση με τέτοιον τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο Μπρακμάνος σκληρότατα.

Ευρίσκοντο εις μεγάλην αμηχανίαν, όταν εμβήκεν. Ο Καραγιάννης . . . — Έρχομαι από το σπίτι σου, είπε εις τον Αντωνέλλον. Το αίσθημ' αυτό ο Αντωνέλλος το έκρυψεν εις τα βάθη της καρδιάς του· δεν ωμιλούσε ποτέ δι' αυτό, εμονολόγει μόνον συχνά πυκνά, ευρίσκων ανακούφισιν του πόνου του εις το κρυφόν αυτό παραλήρημα . . .

Υπήρχον εκεί δύο ή τρεις νερόμυλοι, μάλλον παλαιοί και άχρηστοι, εκ των οποίων ο είς μόνον εδούλευε, και τούτο σπανίως. Όλα εδείκνυον την ερημίαν, δεν εφαίνετο ίχνος ανθρώπου εκεί. Η Φραγκογιαννού, από περισσήν προφύλαξιν, δεν ηθέλησε να πλησιάση. Απέφυγε το μέρος εκείνο, εβάδισεν όπισθεν λόχμης, κ' έφθασεν εις γούρναν βαθείαν, με διαυγές νερόν, γνωστήν εις ολίγους. Ήτο μέρος κρυφόν και απάτητον.

Ευθύς η καρδία ανέλαβε πάλιν τον τακτικόν της παλμόν, τον ήσυχον, τον αδιάφορον και εις τα φρικωδέστερα γεγονότα, όπως έπρεπεν εις μίαν Σουλιωτοπούλαν και γυναίκα του Σπαθόγιαννου. Ως τοιαύτη δε ούτε να ερωτήση ηθέλησε, ούτε τι και πώς να μάθη, αλλά με κρυφόν θυμόν πλανώσα εις προσφιλές της όνειρον τον νουν, επερίμενεν.

Λέγει της ο άνδρας· δεν ημπορώ να σε ευχαριστήσω· ήξευρε μόνον ότι γελώ δι' εκείνα που ο γάιδαρος είπε του βοϊδιού, αλλά το επίλοιπον δεν ημπορώ να το ειπώ, διότι είναι κρυφόν. Λέγει του η γυναίκα· και ποίος σε εμποδίζει να μου φανερώσης ένα τέτοιον κρυφόν; Της απεκρίθη ο άνδρας· γνώριζε, ότι κινδυνεύει η ζωή μου.

Ο βασιλεύς τότε θαυμάσας διά τόσα θαυμαστά συμβεβηκότα, εκάλεσε τον υιόν του Σουλτάν Εμήν και του λέγει ότι ηξεύρει το κρυφόν του συνοικέσιον· και αυτός ευθύς έδωσε το χέρι του της Αμηνάς και την έλαβε διά γυναίκα του.

Αυτός ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να σου το ειπώ... Παραμάνα, άφησέ μας ολίγον· έχω κάτι κρυφόν να της ειπώ. — Παραμάνα, έλα οπίσω και ήλλαξα γνώμην. Σε θέλω ν' ακούσης την ομιλίαν μας. Η κόρη μου τώρα έχει τα χρονάκια της· εσύ τα 'ξεύρεις. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μα την πίστιν μου, τα 'ξεύρω τα χρονάκια της ως το λεπτόν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν έχει τελειωμένα τα δεκατέσσαρα; Πότε έχωμεν των Αγίων Αποστόλων;

Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον. Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή, μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν.

Αλλ' η αθυμία, ην είχον εισερχόμενος εις αυτόν, δεν μοι επέτρεψε να περιεργασθώ τίποτε. Μία αόριστος ανησυχία, έν κρυφόν προαίσθημα αγνώστου τινός δυστυχήματος εκυρίευε την καρδίαν μου.