United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την τρίτη μέρα, καθώς ο Τριστάνος πήγαινε κατά τη σκηνή τη στημένη στη γέφυρα του καραβιού, τον είδε η Ιζόλδη να πλησιάζη, και ταπεινά του είπε: «Εμπάτε μέσα, κύριε. — Βασίλισσα, απάντησε ο Τριστάνος, γιατί με λέτε κύριο. Δεν είμαι ίσα-ίσα υποτελής και υποταχτικός σας; υποχρεωμένος να σας σέβωμαι, να σας υπηρετώ και να σας αγαπώ σαν βασίλισσα μου και σαν κυρία μου;

Αυτός ήτο η ψυχή του περιβολιού της αδελφής του, καθώς ήτο η ψυχή του καραβιού άλλοτε.

Όσο έγερνε ολοένα στο βασίλεμα, εζωγράφιζε στα ανοιχτά, πότε ένα πανί καϊκιού αρέκαντο κεικάτω βαθιά, πότ' έναν ξυλάρμενον καραβιού παπαφίγκο. Εκύλαε ολοένα αποκαρωμένος, αργός· επάγαινε να βυθίση κάτω, κεικάτω, στης Μπαρμπαριάς τάγρια τα πέλαγα, που δεν τα ίσκιωσε πανί και κουπί, ακούς, δεν ταβλάκωσε. — Αμάν και το δικό σου το κακό! μου λέει ο φίλος, τινάζοντας ψηλά από το σβέρκο το γιακά.

Στοχασθήτε εις τι ακμήν ήτον η χαρά μου οπόταν εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος φίλος του πατρός μου, ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, που ήτον από την Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το συμβεβηκός που μου έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί.

Ο Αγαθούλης έμεινε ακόμα λίγον καιρό στο Σουρινάμ και περίμενε όσο νάβρη κανέναν άλλον πλοίαρχο να τον πάη στην Ιταλία, αυτόν και τα δυο πρόβατα, που του είχαν απομείνει. Πήρε υπηρέτες κι' αγόρασε ό,τι του χρησίμευε για ένα τόσο μακρύ ταξείδι. Τέλος ο κύριος Βάντερντέντουρ, αφέντης ενός μεγάλου καραβιού, παρουσιάζεται σ' αυτόν.

Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή. Ο Ρένας σκέφτηκε: — Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!

Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε. — Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα. Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη. — Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω. — Μα τι σε πειράζει σταυρόςλουλούδι; Ίδιο είνε. — Όχι· καλήτερα λουλούδι. Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι.

Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.

Η καθέδρα εκείνου του βασιλείου είνε ένα περίφημον εμπόριον εις κάθε είδος πραγματείας. Τότε οι πραγματευταί του καραβιού άρχισαν να ξεφορτώνουν τας πραγματείας των διά να τας πουλήσουν.

Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».