United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλάτης κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναιςτα μποστάνια. Ο καπετάν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε.

Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του. Σκυλί μοναχό! Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπετάν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος.

Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.

Από της Σικελίας αναβαίνων εις τον Δούναβιν, με φορτίον αποικιακών, ο καπετάν-Φώκας επτά μηνών γαμβρός, επόθει, και έταξε, να εορτάση τα Χριστούγεννα εν τη νήσω του, μετά της νεαράς συζύγου του.

Επάνω εις τας εξάψεις του εκείνας, τας αγρίας ως λαίλαπος μηκυθμούς, δις ενόμισεν ότι επραΰνετο η οξύτης του ανέμου, και διέταξε δις τους ναύτας, απορούντας, να κάμωσι πάλιν πανιά. Αλλά δις πάλιν ο καπετάν-Φώκας κατησχυμμένος ηναγκάσθη να μαϊνάρη πάλιν, αυτός οπού εις άλλας περιστάσεις, από την κλίνην του ακόμη, διέκρινε την δύναμιν των ανέμων.

Αλλ' ενώ κατ' αρχάς εφάνη ότι θα υπερίσχυεν ανατολικός άνεμος, ο γραίγος, ότε θα κατευωδούτο εις την νήσον του ο καπετάν-Φώκας, αίφνης μαυρίλα πυκνή σχηματίζεται προς δυσμάς.

Δεν την πνίγω τάχα την Σκίαθον ! Εβρυχήθη ο καπετάν-Φώκας ως απειλών την Μοίραν του, βλέπων άπελπις την αυξάνουσαν θύελλαν, και όμως σχεδιάζων νέαν απόπειραν απόπλου, ταραχθείς από το τέλος της οπτασίας του.

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Μίαν από το Τσανταρλί, άλλην από το Κουσάντασι εξ ανατολών, και τρίτην εκ δυσμών, από τον Μαΐστρον. Βουνά τα κύματα, και εκυλίετο καρφωμένη εκεί η Σκίαθος με την ογκώδη κοιλίαν της. Έτριζεν ως εκ μετάλλου τους οδόντας του ο καπετάν-Φώκας από τον θυμόν του, αλλ' έτριζον και οι ιστοί του μπάρκου και οι τρεις.