Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025
Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια ― χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα!
Την αυγήν πάλιν εμβήκα μέσα, και εσύναξα όσα εδυνήθην δακτυλίδια, σκουλαρίκια, και μαργαριτάρια από τους νεκρούς, ομοίως και παρά πολλά φορέματα και τα έβγαλα έξω, τα οποία ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός· και πάλιν την δευτέραν εμβαίνοντας εις το υπόγειον εύρον μίαν βασιλικήν κορώναν χρυσήν με πολύτιμα και εξαίρετα πετράδια, ομοίως και άλλα φορέματα χρυσά και καινούρια, τα οποία τα εδίπλωσα, και τα έδεσα όλα μαζί ωσάν να ήταν διά πραγματείαν.
Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει. Εγώ πολύ παλιότερο και γεροστότερόν σου, 95 Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω.
Έχοντας όμως και την ευλάβεια εκείνη που ξέρουμε, πολεμούσε μαζί με τα καινούρια πολιτικά του σκαρώματα να θεμελιώση και καινούρια θρησκεία. Μια και πετύχαινε τα δυο του αυτά όνειρα, όλα θα πήγαιναν ειρηνικά και λαμπρά.
Ξανακορώνει αμέσως η Ευδοξία μαζί του. «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται», καθώς είπε κι ο ίδιος ο Χρυσόστομος τότε σ' έναν του λόγο. Καταπιάνουνται λοιπόν πάλι να τον ξεκάμουν, κι όχι ψέματα πια. Συσταίνεται καινούρια Σύνοδο, κι ο Θεόφιλος επικυρώνει την προτήτερη την απόφαση. Μπαίνει Γοτθικός στρατός στην Πρωτεύουσα, και Μέγα Σαββάτο ανήμερα στα 404 έρχουνται και πιάνουν τον Πατριάρχη.
Αυτός μήτε τη θεότητα του Χριστού καλά καλά δεν παραδέχουνταν, παρά τον ήθελε μια και μονάχη φύση. Καινούριες μάχητες το λοιπόν, καινούρια σκάνταλα πάλι.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.
Επειδή νερουλιάζει και ξεθυμαίνει του λαού το αίμα μένοντας αιώνες κ' αιώνες ξεχωρισμένο από καινούρια ζωή.
Ποιος θα μας πη πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πη, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα.
Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει, Εγώ πολύ παλιότερο και γεροντότερόν σου, Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω. Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν