Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
ΠΡΩΤ. Και ποία απάτη δύναται να εισχωρήση εις πράγματα τόσον φανερά; Δεν είδες με ανοικτά μάτια τας διαφόρους μου μεταμορφώσεις; Εάν δε δυσπιστής και το πράγμα σου φαίνεται ψευδές και απάτη της φαντασίας, όταν μεταβάλλωμαι εις πυρ, πλησίασέ μου το χέρι, γενναιότατε• και τότε θα εννοήσης αν είμαι μόνον ορατός ή και συγχρόνως καίω. ΜΕΝ. Δεν είνε ασφαλές το πείραμα, ω Πρωτεύ.
Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Καθόλου τα καλά σας δεν ζηλεύω, και ούτε νύφαις πλούσιαις γυρεύω. Εγώ μια μόνο έχω συλλογή, πότε θε να φωνάξω — Αλλ . . . αγή! Ελλάς πατρίς μου, δεν σ' αγαπώ, για σε δεν καίω κι' εγώ λιβάνι, πάντα για σένα κακά θα 'πω, κι' ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι. Όμως συγχώρει τον μισητόν, πατρίς γλυκεία και τροφοδότις, κι' εις τόσο πλήθος πατριωτών ας ήναι κι' ένας μη πατριώτης.
ΜΕΝΑΛΚΑΣ Η Αίτνα είν' η μητέρα μου, κ' εγώ για κατοικιά μου έχω μιαν ώμορφη σπηληά μέσα σε κούφιο βράχο· κ' έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα, κ' έχω πολλά τα πρόβατα κ' έχω πολλές τις γίδες κ' έχω προβειές προσκέφαλο κ' έχω προβειές στα πόδια, μελένιες γαλατόπιττες σε ξύλα απάνω ψήνω και καίω στη βαρυχειμωνιά οξυάς ξερά κλωνάρια· και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα, όσο ο φαφούτης, τρώγοντας χυλό, ζητά καρύδια.
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Είνε; τώρα οπού βλέπω Τον θάνατον μ' θάρρος, Εγώ κρατώ την άγκυραν Της σωτηρίας. Εγώ τώρα εξαπλόνω Ισχυράν δεξιάν Και την άτιμον σφίγγω Πλεξίδα των τυράννων Δολιοφρόνων. Εγώ τα σκήπρα στάζοντα Αίματος και δακρύων Καταπατώ· και καίω Της δεισιδαιμονίας Το βαρύ βάκτρον.
Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου: — Μάνα μου! να πέση κιανείς από 'παέ, η φανιά του δε θα 'βρεθή . Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό δίπλωσε τα χέρι της και μούπε: — Για πιάσε πάλι να δης πως καίω.
Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων τούτων: — Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το πυρ. Θέλεις;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν