Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Αλλ' ο ψυχρός αήρ είχε καταστήσει δύσκαμπτα ως κόκκαλον τα λεπτά και πλήρη χιόνος ενδύματά της· οι πόδες και αι χείρες της είχον γίνει από ερυθρών λευκότατοι, η κεφαλή της επόνει σφοδρότατα. Έκαμεν εντούτοις ολίγα βήματα κ' έπεσε τέλος χαμαί μετά του αδελφού της. — Γιάννο! καϋμένε, Γιάννο! εψιθύρισεν ασθενώς.

Η άτυχης Αϊμά αγνοούσα, ως είπομεν, το τέλος της συμπλοκής εκείνης, επόνει μόνον διότι εγκατέλιπε κινδυνεύοντα τον νομιζόμενον παρ' αυτής ως ευεργέτην, χωρίς να αποδώση αυτώ την οφειλομένην χάριν. Και ίσως εν τω βάθει της συνειδήσεως αυτής ο στίλβων εκείνος σπινθήρ υπέφαινε την οδόν, ην ώφειλεν η κόρη να πορευθή όπως επανεύρη τον ευεργέτην εκείνον. Ουδέν το παράδοξον.

Ο γέρων, όστις, αν και δεν ήθελε να το ομολογήση, επόνει περισσότερον διά το τσερνίκι του, ή όσον ο έμπορος διά τα τυριά του, ίσως κ' έπασχεν εκ παλαιών ρευματισμών τους πόδας, είχε βαρύνει εις τον δρόμον, κ' επρόσκοπτε συχνά κατά των εμποδίων της οδού.

Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.

Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα-Μιχαλιού, του οποίου το όνομα της επόνει ν' ακούση ή να προφέρη.

Οι οφθαλμοί της κουρασμένοι, σχεδόν έκαιον εκ της εντάσεως· η καρδία της εβροντοκτύπα εκ της ανυπομονησίας· η περιέργειά της, κορυφουμένη ένεκεν των εμποδίων, της έκοπτε την αναπνοήν· η χειρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βόλων του χώματος κ' έτρεμεν ελαφρώς, απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν.

Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ' είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν' αγαπήση . . . Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν· ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ' έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν τον, το Κουμπιώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».

Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του δωματίου του οφθαλμιατρού. Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας.

Ενόμιζεν ότι επόνει η ιδία εκ της συσφίγξεως την οποίαν υφίστατο ούτος υπό τους ρωμαλέους βραχίονας του Ταχίρ. Τα λάμποντα ξίφη και τα χαρμπιά των παλαιόντων διεπέρων την καρδίαν της. Ότε τέλος είδε τον Ταχίρ Γιάτσην εξηπλωμένον και τον Ζάχον όρθιον άμα και λακτίζοντα αυτόν, ανέδωσε φωνήν θριάμβου, διάτορον. — Γεια σου, μωρέ γιε!. . Κ' επήδησε του γεωτοίχου, σπεύδουσα προς την Πύλην.

Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος. — Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους. Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα. Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ. Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος. — Ωχ! Ωχ!

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν