United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο ίσως αυτός κυρίως είναι φίλαυτος, και αποτελεί διάφορον είδος από εκείνο το οποίον ονειδίζεται, και τόσον διάφορον, όσον διαφέρει το να ζη κανείς μάλλον συμφώνως με το λογικόν παρά συμφώνως με το πάθος του, και να επιθυμή το καλόν παρά το νομιζόμενον συμφέρον. Και λοιπόν, εκείνους οι οποίοι κατ' εξοχήν φροντίζουν διά τας καλάς πράξεις, όλοι τους εγκρίνουν και τους επαινούν.

Αλλ' εάν παραδεχθώμεν το νομιζόμενον υπό των Ελλήνων, πρέπει να είπωμεν ότι όλη η Αίγυπτος η αρχίζουσα από τα Κατάδουπα και την Ελεφαντίνην πόλιν διαιρείται εις δύο μέρη και ότι εκάτερον έχει όνομα διάφορον· δηλαδή ότι το έν μέρος είναι Λιβύα το δε άλλο Ασία. Διότι ο Νείλος, αρχίζων από τα Κατάδουπα, χύνεται εις την θάλασσαν και ρέει διά μέσου της Αιγύπτου.

Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς να είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην.

Αυτά λοιπόν είναι αρκετά διά τον γενικόν ορισμόν της προαιρέσεως, και εις ποία πράγματα περιστρέφεται και ότι εξετάζει τα μέσα τα οποία οδηγούν εις τον σκοπόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Το αντικείμενον της βουλήσεως.& — Ότι δε η βούλησις περιστρέφεται εις τον σκοπόν, αυτό ελέχθη, αλλά άλλοι μεν νομίζουν ότι ο σκοπός είναι το αγαθόν, άλλοι δε, ότι είναι το νομιζόμενον αγαθόν.

Η άτυχης Αϊμά αγνοούσα, ως είπομεν, το τέλος της συμπλοκής εκείνης, επόνει μόνον διότι εγκατέλιπε κινδυνεύοντα τον νομιζόμενον παρ' αυτής ως ευεργέτην, χωρίς να αποδώση αυτώ την οφειλομένην χάριν. Και ίσως εν τω βάθει της συνειδήσεως αυτής ο στίλβων εκείνος σπινθήρ υπέφαινε την οδόν, ην ώφειλεν η κόρη να πορευθή όπως επανεύρη τον ευεργέτην εκείνον. Ουδέν το παράδοξον.

Κατ' αυτήν την έννοιαν μόνον αληθεύει του Goethe η κρίσις ότι «εις τον Αμλέτον εφορτώθη βάρος το οποίον αυτός ούτε να βαστάση δύναται ούτε ν' αποβάλη». Η ψυχή του σπαράσσεται βασανιζομένη από τρομακτικήν σύγκρουσιν μεταξύ του καθήκοντος προς τον εαυτόν του και της ανάγκης, την οποίαν εδέχθη ως καθήκον, να ικανοποιήση τον αδικημένον πατέρα του· ευρίσκεται απέναντι φοβερού διλήμματος ή να αναιρέση τον εαυτόν του, να διαψεύση τα ευγενέστερα, τα κυρίαρχα ιδιώματα της ψυχής του, ή να παραβή ένα νομιζόμενον καθήκον, διά να μη χάση διά πάντοτε τον ηθικόν και πνευματικόν θησαυρόν του.