Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Και εν τω άμα, κατά την παραγγελίαν εκείνου του βασιλέως, επλήρωσα την πρεσβείαν, παρασταθείς εις τον βασιλέα Καλίφην με την ωραιοτάτην κόρην και με την επιστολήν, συντροφιασμένος με πολλούς από τους συγγενείς μου, που εβαστούσαν τα άλλα πολύτιμα δώρα.

Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι: — Ποιος; Ποιος ήλθεν; Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου. — Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!

Είς των συντρόφων του Θεοδώρου εξέβαλεν εκ του κόλπου του ίσκαν και πυρίτην λίθον και ανήψε δάδα, εκράτησε δε αυτήν εις απόστασίν τινα από της μορφής του άρχοντος. Ούτος απεσφράγισε τότε την επιστολήν και ανέγνω.

» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.» Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον.

Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς. Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν.

Την αυτήν εκείνην ημέραν ο θείος της μητρός μου, δι' αμοιβών γενναίων και μεγαλειτέρων έτι υποσχέσεων, έπεισε νέον χωρικόν να μεταφέρη διά παντός τρόπου επιστολήν του εις Ψαρά. Έγραφε ζητών της φυγής τα μέσα. ― Ας έλθη πλοίον, έλεγε προς τον πατέρα μου, και συ αν θέλης μείνε εδώ. Φθάνει μόνον να έλθη εν καιρώ! Ο πατήρ μου εσιώπα, αλλ' εφαίνετο διστάζων.

Αλλ' ο Μιμίκος δεν γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει· Φιλτάτη Μαρία, Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος, διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν ενθύμημα . .

Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων πάλιν χιόνων και νέων παγετών.

Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων. — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης, — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν