United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελευταίον όταν επλησίαζον αρκετά εις το εχθρικόν στρατόπεδον, ώστε διέκρινον τους περί τας φωτίας στρατιώτας, του αναγγέλλουν οι περί αυτόν ότι οι λοιποί δεν έρχονται και ότι είναι κίνδυνος μόνοι των, ενώ είναι τόσον ολίγοι, να παρουσιασθώσι πλησίον εις τον εχθρόν· αυτός μ' όλον τούτο επέμενεν εις το να προχωρή και μόλις επείσθη από τας παρακινήσεις των φίλων του να σταθή ολίγον μακράν από τας προφυλακάς του εχθρού, επί λόγω του να συσσωματωθώσιν όλοι ομού πριν εννοηθώσιν από τους εχθρούς.

Αλλ' ο Σεφάκας προβάλλων ότι εχαρίσθησαν από τον Κιουταχήν εις αυτόν, δεν ήθελε να συγκατατεθή· ο αρχηγός αφ' ενός μέρους παρουσιάζων εις αυτόν την ανάγκην του στρατοπέδου, αφ' ετέρου δε υποδεικνύων την βίαν, επέμενεν έως ού τελευταίον ο Σεφάκας έδειξεν ότι επείσθη να δώση μέρος διά τροφήν του στρατοπέδου.

Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρουοπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν τουίσταντο παραμονεύοντες, κυττάζοντες απλήστως προς την οικίαν. Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.

Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν- Πέτρος. Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη σκληρά πάντοτε μοναξιά της.

Ο δε Δημοσθένης, διά να αρέση εις τους Μεσσηνίους, επείσθη νομίσας μάλιστα ότι και άνευ της δυνάμεως των Αθηναίων θα ηδύνατο μετά των ηπειρωτικών συμμάχων και μετά των Αιτωλών να επιτεθή κατά των Βοιωτών διά ξηράς.

Άμα δε εκείνος επλησίασε «Κόψε την κεφαλήν μου, προσέθηκε, διότι εάν με ίδωσι και με αναγνωρίσωσιν, εχάθημεν και εγώ και συ.» Ο αδελφός επείσθη ότι είχε δίκαιον και ηκολούθησε την συμβουλήν του· έπειτα, εφαρμόσας τον λίθον εις την θέσιν του ήλθεν εις την οικίαν του με την κεφαλήν του αδελφού του. 3.

Η φτωχή Λελούδα, άμα είδε την πρώτην αρχόντισσαν του χωριού και την παρεκάλεσε να υπάγη μαζί της εις βραχείαν εκδρομήν έξω του Κάστρου, επειδή ησθάνετο κι' αυτή υπολανθάνουσάν τινα ανάγκην ν' αλλάξη τον αέρα, ύστερ' από πολλούς μήνας οπού δεν είχεν εξέλθει από το ταπεινόν καλύβι της, επείσθη.

Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.

Ο Νάρκισσος επείσθη. Επείσθη, αλλ' ο φόβος δεν εξέλιπεν. Επί τρεις ήδη μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μη έρχεται φέρων αγγελίαν θανάτου. Μέχρι τούδε διέφυγε την τρομεράν δοκιμασίαν, αλλ' εσκέπτετο ότι δεν ήτο δυνατόν να παραταθή επί πολύ η μη εμφάνισις του θανάτου εις την νήσον του.

Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ' ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει αυτός ήτο πολύ ευτελεστέρα.