United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαρία δεν το ενόμιζε τούτο αρκετόν διά ν' αλείψη του Χριστού τους πόδας· ο Ιούδας ενόμισε το τρίτον του ποσού τούτου ικανήν αμοιβήν όπως πωλήση την ζωήν Εκείνου. Η μικρά αύτη νύξις περί του «δοθήναι πτωχοίς» είνε λίαν διδακτική.

Διότι η μισανθρωπία εισχωρεί μέσα εις τον άνθρωπον εκ του ότι επίστευσε παρά πολύ εις άλλον χωρίς υποψίαν και ενόμισε βεβαίως ότι ο άνθρωπος αυτός ήτο εντελώς φιλαλήθης και ειλικρινής και αξιόπιστος. Έπειτα ολίγον υστερώτερα εύρεν ότι ήτο τουναντίον πονηρός και ανάξιος εμπιστοσύνης.

Επειδή λοιπόν εσυμπόνεσε τους δύστυχους αυτούς κ' ενόμισε ότι παρουσιαζότανε διπλή ευκαιρία και για τη σωτηρίαν εκείνων και για τη δική της πιθυμιά, σοφίζεται κάτι τέτοιο: 16.

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Και τούτο το σχέδιον του Καραϊσκάκη δεν έφερε κανένα καρπόν, είτε διότι ο Κολοκοτρώνης δεν ενόμισε πιθανά τα γραφόμενα, διά να τα αποδεχθή, είτε διότι δεν ήτον εις κατάστασιν να τα βάλη εις ενέργειαν

Θεόδωρος. Μάλιστα. Σωκράτης. Αλλ' άραγε, κύριε Πρωταγόρα, και διά τα μέλλοντα έχει εντός του το κριτήριον, και όπως νομίζει ότι θα συμβούν, τοιαύτα πραγματικώς θα συμβούν εις αυτόν που τα ενόμισε; Λόγου χάριν ως προς τα θερμά, εάν κανείς αμαθής νομίση ότι θα τον πιάση θέρμη, θα έχη πραγματικώς αυτήν την θερμότητα και αν άλλος, ιατρός όμως αυτός, ειπή το εναντίον, τότε κατά την γνώμην ποίου από αυτούς τους δύο θα δεχθούμεν ότι θα συμβή το μέλλον; Ή μήπως θα γίνη συμφώνως με την γνώμην και του ενός και του άλλου και διά μεν τον ιατρόν δεν θα είναι θερμός, ουδέ θερμασμένος, διά δε τον εαυτόν του θα είναι και τα δύο μαζί;

Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν' αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην.

Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι' όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παππα-Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού». Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της.

Ο κάπταιν Νίκολς ενόμισε πώς ακόμη κατοικούμε ς' το Κάστρο. Πού να το μάθη ο πτωχός! Και έφερνε γύρω ς' το βράχο από το δειλινό. Αλλά μετά πολλά τον ωδήγησεν ένα τσομπανούδι. Βλέπετε, τα έμαθα όλα με ακρίβεια από το λιμεναρχείο, από τον ίδιο κάπταιν Νίκολς. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κρότος άλλος εις την θύραν, και συγχρόνως φωνή: «Άνοιξε, Μαργαρώ. Ο αδελφός σου, ο καπετάν Νικολάκης».

Ο έπαρχος ενόμισε την στιγμήν πρόσφορον όπως λάβη κ' εκείνος τον λόγον, αλλ' η γραία δεν τω έδωκε τον αναγκαίον προς τούτο καιρόν. — Δεν φορούμεν φράγκικα, εξηκολούθησε, και δεν είμεθα πλούσιοι, αλλά κάτι σημαίνομεν και 'μείςτον τόπον μας. Ας κοπιάση εκεί του λόγου της να μάθη αν είναι της ελεημοσύνης η Κυρά Λοξή...... Διέκοψε την γραίαν η θύρα του ιατρού, η οποία ηνοίχθη τρίζουσα.