United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' αρχάς είχεν επιδοθή εις τα ναυτικόν στάδιον, ακολουθών το γενικόν ρεύμα των κατοίκων της θαλασσινής πολίχνης.

Όταν έφθασε, είπε τα μαντάτα στα δύο κορίτσια, στην Σοφίαν την νεαράν χήραν, και την Λουκρητίαν την νεαράν αδελφήν της· κ' αι δύο χαριτωμέναι κόραι τον εκράτησαν διά συντροφιάν, να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην, εις τον μύλον μαζί τους, διά συντροφιάν και παρηγοριάν. Από μύλον εις μύλον είχεν εκδουλεύσεις ο Σταμάτης. Η Σοφία είχεν υπανδρευθή μόλις προ τριών ετών, όταν ήτο δεκαοκτώ χρόνων.

Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην: — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ; — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.

Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα. Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον. — Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι. Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν.

Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρη συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας. Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν. — Τι έχεις; με ηρώτησε· τα μούτρα σου είνε βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας.

Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Όπου πρώην υψούτο άγαλμα, είχεν εμπηχθή ξύλινος σταυρός, και όπου βωμός, μικροσκοπικόν εκκλησίδιον, στεγαζόμενον διά θόλου ομοιάζοντος πετρίνην φενάκην.

Εν τούτοις ο Κλεινίας είχεν αποκριθή εις τον Ευθύδημον, ότι μανθάνουν όσα δεν γνωρίζουν εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος εξηκολούθησε να τον ερωτά κατά τον αυτόν τρόπον καθώς και πρότερον: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, γνωρίζεις τα γράμματα; — Τα γνωρίζω. — Μα όλα; — Όλα. — Αλλά όταν ένας απαγγέλλη κάτι τι, δεν απαγγέλλει γράμματα; — Βεβαίως.

Όταν ο Ηράκλειος ανήλθεν εις τον θρόνον, η κατάστασις του κράτους ήτο εις άκρον αθλία. Κατά τα οκτώ έτη της αιματηράς κυβερνήσεως του Φωκά πάσα τάξις είχεν εκλείψη εις το κράτος. Το σύστημα ηγεμόνος ακολάστου κυβερνώντος διά της βίας και της σφαγής είχε καταβάλη το φρόνημα των υπηκόων και είχε διαφθείρη τα ήθη.

Η συνωμοσία είχεν ανακαλυφθή υπό του εκ Φανοτέως Φωκέως Νικομάχου, ο οποίος την ανεκοίνωσεν εις τους Λακεδαιμονίους, οίτινες πάλιν την ανεκοίνωσαν εις τους Βοιωτούς. Άμα δε οι προδίδοντες ενόησαν ότι ανεκαλύφθη η επιβουλή των, δεν διετάραξαν πλέον την ησυχίαν των πόλεων.