United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και είς ψάθινος καναπές ήσαν τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δε την προς ταριστερά η θύρα του κήπου.

Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου.

Αλλ' αν εμένομεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού. Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του.

Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε μετ' ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb άνωθεν της εισόδου της ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου.

Μόλις όμως έκανε να σηκωθεί ξανάπεσε, σαν να γλίστρησαν τα πόδια του στο λιθόστρωτο της εισόδου, και χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και τα χέρια στο έδαφος. Μόλις άκουσε να κουδουνίζουν τα κέρματα επάνω στην πέτρα, ο άλλος ζητιάνος ανασήκωσε το ωχρό του πρόσωπο και άνοιξε διάπλατα τα ανέκφραστα μάτια του σαν να άκουγε έναν απειλητικό θόρυβο. Ο γέρος βογκούσε.

Κατάλληλος προ της εισόδου εις το τέμενος τούτο μυσταγωγία ήσαν βεβαίως τα αρχιερατικά δείπνα, τα οποία μας παρέθετεν η Μιλανέζα.

ΔΙΟΓ. Ακούσετε, Αντισθένη και Κράτη• αφού δεν έχομεν τίποτε να κάμωμεν, δεν πηγαίνομεν περίπατον μέχρι της εισόδου του Άδου, διά να ίδωμεν τους ερχόμενους, ποίοι είνε και τι κάνουν; ΑΝΤ. Πάμε, Διογένη.

Προ της εισόδου κάθηνται εις μικράν τράπεζαν δύο εύθυμοι παπάδες συμπίνοντες μετά χωρικών και καραγωγέων ρητινίτην παρεχόμενον υπό δύο γειτονικών οινοπωλείων, τα οποία ωνόμασαν προσφυέστατα οι ιδιοκτήται αυτών το μεν «Ανάπαυσις» και το άλλο «Ματαιότης». Ευθύς δ' άμα υπερβή την πύλην, ευρίσκεται ο επισκέπτης προ μαύρου πίνακος φέροντος την επιγραφήν «Απαγορεύεται εις τους σκύλους να εισέρχωνται, επίσης και να κόπτουν άνθη», της οποίας η χρησιμότης φαίνεται κάπως αμφίβολος, εκτός αν υποτεθή, ότι ξεύρουν οι σκύλοι της Βάθειας ανάγνωσιν ή συνειθίζουν να κόπτουν άνθη.

Και όμως τόση ήτο η περιέργεια, ήτις ηρέθιζεν αυτούς, ώστε μεθ' όλον τον φόβον και την αποστροφήν ην ησθάνοντο, προέβαλλον δειλώς τας μορφάς έξω της εισόδου, οσάκις διέβαινον πλησίον εκεί όπως ίδωσι τι συνέβαινεν εντός. Μάλιστα αι γυναίκες υπέκειντο εις τον πειρασμόν τούτον.

Ο πατήρ της πάλιν ο γέρων αλιεύς είχε μεν θέσιν, ίστατο, καθώς είπεν εκείνη η εξ οικογενείας γυνή, εκεί όπου άπλωνε τα δίκτυά του· αλλά τα δίκτυά του ήπλωνεν απ' έξω, επί του τοίχου του ναού, καρφώσας ήλους κατά σειράν εγγύς της εισόδου, κ' εκεί τωόντι ίστατο και ο γέρων κατά την λειτουργίαν, ουδέποτε εισερχόμενος εντός του ναού· ως να ήτο και αυτός μόλυβδος ή φελλός, προσκεκολλημένος επί των μεταξωτών δικτύων του.