United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτην φοράν επί ζωής της η ορφανή ήκουε τόσους χαιρετισμούς, με τόσην συμπάθειαν και τόσην αγάπην. — Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε προς τον γέροντα κλητήρα, όστις ανεχώρησεν, «αύριο τα συγχαρήκια» ειπών.

Προκειμένου περί τοιούτων συμφερόντων, εάν τις από σας υπερέχη είτε κατά την εμπειρίαν, είτε κατά την ευψυχίαν, ουδέποτε καλλιτέρα ευκαιρία θα παρουσιασθή να επιδείξη αυτάς και να γίνη του εαυτού του μεν ευεργέτης, σωτήρ δε όλων». Ο μεν Νικίας ταύτα ειπών διέταξε να εισέλθουν εις τα πλοία.

Αυτό θα είνε, είπε, και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδος ο αριθμός 10, θα είνε χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέκα τάλληρα. Το κάτω-κάτω, οφείλω να σας είπω ότι δεν γνωρίζω από χρηματιστικά. Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων. Και τούτο ειπών, επειδή ησθάνθη ψύχος εις το πλακόστρωτον και κατάψυχρον μαγαζείον τον κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψεν εις το καφενείον, ίνα θερμανθή.

Αλλ' ο θεός δεν τοις επέτρεψε τούτο, ειπών ότι Αίγυπτος είναι παν ό,τι ο Νείλος εκχειλίζων ποτίζει, και Αιγύπτιοι, όσοι, οικούντες κάτω της Ελεφαντίνης πόλεως, πίνουσιν από του ποταμού τούτου. Ταύτα απεκρίθη το μαντείον.

Και ο μεν ταύτα ειπών και ενθαρρύνας αυτούς προσέβαλε την Λήκυθον, αφού παρήλθεν η ανακωχή· οι δε Αθηναίοι υπερησπίζοντο άνωθεν παλαιωμένων τειχών και οικιών, αι οποίαι είχαν επάλξεις.

— Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς του χειμώνος είνε ατελείωταις. Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·Ταχυδρομείον! — Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε την ανάγνωσιν από του τέλους.

Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως, και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του, και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.

Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή.

Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού: — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου; Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.

Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.