United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια θενά σας σύρουνε. Ποιοι θα τολμήσουν γυναίκες να σας κάμουνε, γλυκές μου κόρες; Κανείς δεν θα το τολμήση, δυστυχισμένες! Κι ανύπαντρες θα μείνετε στη ζωή, τέκνα.

Αλλ' επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον έτρωγαν!». Είτα αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν.

Ακριβώς σαν το σαράκι, όλα τα έκανε εκείνος κρυφά. Ροκάνισε, ροκάνισε, ροκάνισε και τώρα γιατί απορούσε που όλα γύρω του έγιναν κομμάτια; Έπρεπε να φύγει∙ αυτό μόνο καταλάβαινε. Μια μικρή ελπίδα μόνο τον στήριζε ακόμη, όπως το κοτσάνι, χλωρό ακόμη, στήριζε το χλωμό πανσέ που εκείνος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τις δυστυχισμένες γυναίκες.

Τα λόγια που είπαμε μαζύ στον άνδρα μου μην πης, μήπως μου 'ρθή καμμιά ντροπή πούχω απ' αυτόν κρυφά• σε πλειότερ' απ' ο,τ' είπαμε μην πάρη ο λόγος δρόμο, γιατ' είνε πάντα δύσκολη η θέσι της γυναίκας μπροστά στον άνδρα• κ' η κακές γυναίκες κ' η καλές το ίδιο μέτρο έχουμε στο μίσος τους απάνω• έ, έτσι γεννηθήκαμε, δυστυχισμένες όλες !

ΒΑΤΤΟΣ Και μένα μ' είπε η μάννα μου κι από τον Πολυδεύκη πιο δυνατό. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' επήγ' εκεί μ' ένα σκερπάνι· πήρε μαζί του είκοσι πρόβατα. ΒΑΤΤΟΣ Αν είν' αλήθεια τούτα, ο Μίλων τότε θα μπορή και λύκους να λυσσάξη. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' εδώ οι δαμαλοπούλες του με μουγκρυτά τον κράζουν. ΒΑΤΤΟΣ Κακός βοσκός τις έλαχε· δυστυχισμένες πούνε! ΚΟΡΥΔΩΝ Αλήθεια· κι ούτε θέλουνε σαν πρώτα να βοσκήσουν.

Ω πιο δυστυχισμένες εσείς αδερφές απ’ όλες που ζώστρα στη μέση τους γύρω φορούνε δακρύζω, στενάζω και δόλος κανένας δεν είναι πως ότι απ’ τα βάθη δεν κλαίω της ψυχής. Ωιμέ, ωιμέ, κακόγνωμοι στους φίλους ανυπάκουοι στις συμφορές αδάμαστοι, τα πατρικά ερημάξετε σπίτια με την αμάχη σας! Άθλιοι βέβαια που ηύρανε και θάνατο αθλιώτατο για των σπιτιώ τους χαλασμό.

Εφίλησα τες δυο δυστυχισμένες, έκαμα το σταυρό μου, επέρασα στη ζώνη το λάζο μου και εις τας δέκα η ώρα επήρα το δρόμο του σπητιού του βουλευτή, με απόφασι να τον σκοτώσω και ό,τι γίνη ας γίνη. Ευρήκα την πόρτα του ανοικτή και τη σάλλα του γεμάτη. Ήταν εκεί και ένας από τους δύο γιατρούς που ήρταν σ' εμένα το πρωί και παρακάτω ένας παπάς με το διάκο του που εκρατούσε τη μετάληψι και το πετραχήλι.