United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια μπορείς νακούσης εδώ πέρα πολλά. Κάμε όμως πως τη σιμώνεις αυτήν την τρελλή που τα ξέρει όλα, κάμε πως της ζητάς ένα κρυφό φιλί, κάμε πως την αγγίζεις, ας είναι και με το μικρό σου το δαχτυλάκι, και σου γίνεται άξαφνα πύργος που στέκει και διαφεντεύει την τιμή της, και σου καρφώνει τέτοια ματιά, που καταριέσαι την ώρα που γεννήθηκες απ' ένα κορίτσι πιο άναντρος.

Εάν κάποιος μου επέτρεπε να του σφίξω το μικρό του δαχτυλάκι εγώ του έστριβα όλο το χέρι. Και έπειτα οι άντρες της ράτσας Πιντόρ, το ξέρετε δα ντόνα Έστερ, είναι υπερήφανοι….» «Εάν έρθει ο ανεψιός μου, Έφις, θα του πω όπως στους ξένους: κάθισε, είσαι σαν στο σπίτι σου. Θα καταλάβει όμως πως εδώ θα είναι φιλοξενούμενος…Τότε ο Έφις σηκώθηκε τινάζοντας από το παντελόνι του τις σχίζες του ξύλου.

Αυτή ζη και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέση. Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κ' οι παππούδες σου, κ' οι πατέρες σου, κ' η αφεντειά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου.

Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Τι κρασί ήτον εκείνο! σα λιακάδα χύθηκε στα σωθικά τους. Ήπιε κ' η Λιόλια ένα δαχτυλάκι που της το επιβάλανε στανικώς ο Νίκος κι ο Περικλής έτσι για δυναμωτικό, πουν απ’ το κάθε φάρμακο καλύτερο. Της θειάς Ελέγκως το πρόσωπο, το κόκκινο και πλατύ, άνοιξε πια σαν παπαρούνα το μεσημέρι.

Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.