United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως, είμαι της Ανατολής το διαλεχτό μαργαριτάρι κι' έχω εδώ στο στήθος μου ένα ζευγάρι καρπών, να σου δροσίζουνε όταν διψάς το στόμα, και λες με γάλα κι' από μέλι ζυμωμένο είνε μου το σώμα. Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου μια βασίλισσα από ράτσα, δεν είχε καθώς τα δικά μου χέρια και τα μπράτσα.

Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης; ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή μου, ως να ήτο σώμα. ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν.

Πλήθος τοιούτων φρικτών πτηνών καθιστά απρόσιτον την Λιβύην εκείνην. Αλλά το φοβερώτερον εξ όλων των ερπετών, τα οποία τρέφει η άμμος, είνε η διψάς, όφις όχι πολύ μεγάλος, όμοιος με έχιδναν, του οποίου το δάγκωμα είνε βίαιον και το δηλητήριον φοβερόν, και αμέσως προξενεί τρομερούς και απαύστους πόνους.

Ω Λουκρητία, ήλιε των Βοργιών χρυσέ, ειπέ μου, σε παρακαλώ, 'στήν πίστι σου, 'στό φως σου, πώς έπνιξε 'στόν Τίβεριν εξ έρωτος προς σε τον εραστήν σου κι' αδελφόν ο Πάππας αδελφός σου, Λαίδυ Μακβέθ, σκολόπενδρα, οπού διψάς το στέμμα με ρύπους αμαρτίας, σε βλέπω την πορφύραν σου να πορφυρώνης μ' αίμα του Δούγκαν της Σκωτίας.

Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώιδες, κατάστεγνοι της δίψας, 540 ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, 545 γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι.

Το βαγένι μον τηράει. Και η σβάναΕίν' της δίψας του η καμπάνα Μυριοστέφανο βαγένι, Πες μου, τι θελ' απογένη Στα σωστά σουΩς το τέλος η κοιλιά σου, Της κανάταις οπού αδιάζεις, Και σε ταύτη της σοδιάζεις, Πώς χωνεύειςΚαι να πίνης μον χαλεύεις; Το κρασί που σβαναρίζεις, Τα λαγήνια που στραγγίζεις, Μέγα πράμμαΠώς δε σκάζεις είναι θιάμα! Ω κοιλιά με δίχως πάτο. Κρασοσφούγγαρο μονάτο!

Και το χαριτωμένο κεφαλάκι της, γέμιζε από τόσους μεθυστικούς λογισμούς, κι έπλεε όλη σ' ένα πέλαγο επιθυμιάς και δίψας μπροστά σ' αυτό το ζωντανό όνειρό της, που τόσα χρόνια το πόθησε και το ζωγράφισε κατάβαθα στο νου της, η παιδική της φαντασία.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό, κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως έκαμε γαμπρό. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθή κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως θα στεφανωθή.